Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα ΑΝΕΚΔΟΤΑ. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα ΑΝΕΚΔΟΤΑ. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Τρίτη 3 Φεβρουαρίου 2009

ΑΝΕΚΔΟΤΑ, δέσμη 15η χ 5

71. ΡΕΒΙΘΩΜΑΤΑ
Δυο Κερκυραίοι ναυτικοί σε κάποιο ταξίδι τους έπιασε άγρια τρικυμία. Και ως συνήθως άρχισαν τα παρακάλια σε αγίους και διαβόλους για να σωθούν. Αφού εξάντλησαν όλες τις προσφορές τους χωρίς αποτέλεσμα, σκέφτηκαν κάτι πρωτότυπο. Υποσχέθηκαν στον προφήτη Ηλία του χωριού τους, να ανεβούν στο ξωκλήσι του με τα παπούτσια τους γεμάτα ρεβίθια. Και τότε έγινε το θαύμα, η θάλασσα ηρέμισε. Όταν επέστρεψαν ετοιμάστηκαν να εκπληρώσουν το τάμα τους. Την επομένη ξεκίνησαν. Ο ένας πήγαινε άνετος, ενώ ο δεύτερος καταματώθηκαν τα πόδια του φτάνοντας μετά από ώρες. Και ρωτά τον πρώτο, πώς τα κατάφερες τόσο εύκολα; Α… του απαντά εκείνος, εγώ τα ρεβίθια τα έβρασα, σιγά να μην το καταλάβει ο προφήτης!


72. ΣΥΝΤΑΞΙΜΟΣ
Στα γραφεία συνταξιοδότησης εμφανίζονται τρία ξεχωριστά πρόσωπα. Ο πρόεδρος της επιτροπής απευθυνόμενος στο πρώτο, του λέει να σηκωθεί και να πει ποιος είναι και τι θέλει; Είμαι η καρδιά που χτυπώ 65 χρόνια, και θέλω σύνταξη για ξεκούραση, απαντά. Ο πρόεδρος απευθύνεται στον δεύτερο, που παρουσιάζεται όρθιος. Είμαι το μυαλό που επί 65 χρόνια σκέφτομαι για την ζωή, τώρα θέλω σύνταξη, να σκεφτούν άλλοι για μένα. Φτάνοντας και στον τρίτο, του λέει να ζητήσει ό,τι θέλει, αφού όμως σηκωθεί όρθιος. Εκείνος απαντά καθιστός. Είμαι ο υπερπέος κ. πρόεδρε. Αλλά σκεφτείτε, αν μπορούσα να σηκωθώ, θα ζητούσα σύνταξη από σας!

παν ελλήνιος, κοσμοερευνητής και συγγραφέας. τηλ. επικοινων. 2310 93 97 83
http: panelinios.blogspot.com, http: users.otenet.gr/~elinios/, elinios@otenet.gr

73. ΚΡΥΩΜΑ
Ένας κολλητός ζητά την συντροφιά του φίλου, να πάνε μαζί στο σπίτι του. Εκείνος τον ακολουθεί. Κάποια στιγμή που φτάνουν τον οδηγεί στην κρεβατοκάμαρα. Εκεί βλέπει την γυναίκα του με κάποιον και ουρλιάζει, τώρα έχω και αυτόπτη μάρτυρα. Εκείνη πανικόβλητη κρύβει τα μούτρα της. Ο απατημένος φωνάζει στον εραστή. Και τώρα εσύ, για πες μου ποιος είσαι; Ο εραστής, θα σου πω αλλά δεν θα με διακόψεις. Σ’ ακούω λοιπόν. Είμαι αυτός που πληρώνει τα εξακόσια ευρώ τον μήνα για τις σπουδές της κόρης σου, τα πεντακόσια για το φροντιστήριο του γιου σου, τα τετρακόσια για φως τηλέφωνο και κοινόχρηστα και τα…Ο απατημένος, γυναίκα, σκέπασε τον άνθρωπο να μην κρυολογήσει και τον χάσουμε.

74. Η ΜΑΝΤΡΑ
Βράδυ, φτάνουν σε ξενοδοχείο ένας άντρας και μια γυναίκα και ζητούν δωμάτια. Ο υπάλληλος τους λέει ότι είναι πλήρης και λυπάται πολύ. Είναι αργά και δεν υπάρχει κατάλυμα. Ο ξενοδόχος σκέφτεται λίγο και τους λέει, ότι μπορεί να διαθέσει το δικό του κρεβάτι, για να βολευτεί ένας, να αποφασίσουν όμως ποιος. Τελικά βολεύτηκαν και οι δύο στο ίδιο κρεβάτι, με μια σανίδα στη μέση. Ξημέρωσε, όλα πήγαν καλά, βγήκαν στο δρόμο να φύγουν. Ξαφνικά ο αγέρας πετά το καπέλο της κυρίας πίσω από μια μάντρα. Εκείνος προθυμοποιείται να της το φέρει. Εκείνη μειδιά λέγοντας, μια ολόκληρη νύχτα δεν μπόρεσες να περάσεις ένα σανίδι, και τώρα σε λίγα λεπτά θα πηδήξεις μια ολόκληρη μάντρα!

75. Ο ΠΥΡΟΒΟΛΙΣΜΟΣ
Ένας παππούς πάνω από 80, πάει στο γιατρό για μια γενική εξέταση.
- Πώς αισθάνεσαι;
- Ποτέ δεν ένιωσα καλύτερα. Είμαι ερωτευμένος με μια 25χρονη, και περνάμε θαυμάσια. Είναι μάλιστα και έγκυος, μου ετοιμάζει παιδί. Ο γιατρός τον κοιτάει για λίγα δευτερόλεπτα σκεπτικός και του λέει:
- Άκου μιαν ιστορία... Ένας φίλος μου κυνηγός, καθώς έφευγε από το σπίτι, αντί να πάρει όπλο, πήρε κατά λάθος την ομπρέλα του. Αφού περπατούσε για κάμποση ώρα στο δάσος, ξαφνικά είδε μπροστά του μια αρκούδα. Σηκώνει λοιπόν την ομπρέλα του και κάνει πως πυροβολεί. Ακούγεται μπαν και η αρκούδα .... πέφτει νεκρή.
- Αποκλείεται, φωνάζει ο παππούς, άλλος την πυροβόλησε.

παν ελλήνιος, κοσμοερευνητής και συγγραφέας. τηλ. επικοινων. 2310 93 97 83
http: panelinios.blogspot.com, http: users.otenet.gr/~elinios/, elinios@otenet.gr

Δευτέρα 3 Νοεμβρίου 2008

ΑΝΕΚΔΟΤΑ, δέσμη 14η χ 5

66. ΜΑΘΗΤΗΣ
Ένας τσιγγάνος επισκέπτεται τον δάσκαλο και τον ρωτά για τις επιδόσεις του γιου. Ο δάσκαλος του λέει ότι, το παιδί μπορεί να μην έχει καλή σχέση με τα γράμματα, αλλά… -Να το σκοτώσεις δάσκαλε. -Κοίταξε, του λέει ο δάσκαλος, το παιδί…Να το πατήσεις κάτω δάσκαλε, να το γδάρεις ζωντανό, δεν ξέρεις. –Ναι αλλά…Να το διαλύσεις σου λέω δάσκαλε είναι άτιμη ράτσα. Μα… τι έκανε, ζωγραφίζει άριστα. Το ξέρω, ζωγράφισε τόσο τέλεια ένα γυναικείο πουλί πάνω στη θερμάστρα που, κάψαμε εγώ το εργαλείο μου και ο παππούς την γλώσσα του.

67. ΦΥΣΙΚΟ ΑΕΡΙΟ
Ο κωστίκας και ο Γιωρίκας εκπαιδεύτηκαν στη Ν. Α. Σ. Α. για διαστημικά ταξίδια. Κατά την εκπαίδευση τους τάιζαν και διάφορα εξειδικευμένα είδη, ακόμα και σε αέρια κατάσταση, για την αντοχή των πτήσεων. Όταν τελείωσαν επέστρεψαν και περίμεναν την σειρά τους για το μεγάλο ταξίδι. Είχαν μέρες να ειδωθούν, και ο Γιωρίκας παίρνει τηλέφωνο. -Πού είσαι και χαθήκαμε, έχεις νέα; Για το ταξίδι όχι, αλλά πρόσεχε πολύ στον εξαερισμό, γιατί με τα αεροειδή που πίναμε γινήκαμε πύραυλοι, εμένα που μου ξέφυγαν μια φορά, βρέθηκα στο Τόκιο, γι αυτό με ακούς τόσο απόμακρα.

68. ΜΕΓΕΘΥΝΣΗ
Το νέο ζευγάρι βρέθηκε πλέον μόνο, μπροστά στο νυφικό κρεβάτι. Εκείνη ετοιμάζεται και τον προσκαλεί αισθησιακά για την συνεύρεση της πρώτης νύχτας του γάμου. Εκείνος μένει ψυχρός, σιωπηλός και αμήχανος. Μετά από κάμποσες παροτρύνσεις, εκείνος μπαίνει στο λουτρό και αφού ξεντύνεται, σε λίγο βγαίνει γυμνός, κρατώντας μια εφημερίδα μπροστά του, για φύλλο συκιάς. Τι την θέλεις την εφημερίδα; Τον ρωτά εκείνη με πολύ ενδιαφέρον. Κι εκείνος, ειλικρινά, θέλω να δανειστώ λίγη υπερβολή, που όλα τα μεγαλώνουν με τόση αληθοφάνεια.

69. ΕΛΕΓΧΟΣ
Σε έναν οδικό έλεγχο για οινοποσία, σχηματίστηκε μεγάλη ουρά. Σε λίγο ξεκίνησαν διαμαρτυρίες. Ένας από τους τελευταίους, άρχισε να φωνάζει, να βρίζει και να προκαλεί δυνατά τους πάντες και τα πάντα. Αγανακτισμένος ο επικεφαλής, ζήτησε να τον φέρουν κοντά. Μόλις πλησίασε του βάζουν να φυσήξει το δοκιμαστικό, που έδειξε κόκκινο. Νευρικά ο αστυνόμος του ζητά ταυτότητα, που δεν είχε. Και τότε έξαλλο το όργανο του λέει, κατάσχονται, δίπλωμα οδήγησης, άδεια οχήματος και κάθε άλλο δημόσιο έγγραφο. Και ο μεθυσμένος, παπάρια θα πάρετε, πεζός είμαι.

70. ΥΠΕΡΒΟΛΗ
Ο υπερβολικός πρόεδρος του χωριού, είπε πως, είδε έναν θαυματουργό σταυρό, μεγάλο σαν βουνό. Η ομιλία ενόχλησε, και ο παπάς προσπάθησε να τον ηρεμήσει. -Μα… δεν το θέλω, έρχεται μόνο του. Πρέπει να το ξεπεράσουμε είπε ο παπάς, γι αυτό, θα δέσω τα γεννητικά σου όργανα με σκοινί και σε κάθε υπερβολή θα το τραβώ. Στην επόμενη ομιλία, ο παπάς τράβηξε το σκοινί. -Πρόεδρος, ο σταυρός που σας έλεγα, ήταν σαν λόφος, ο παπάς τραβούσε συνέχεια τόσο το σκοινί που, τον ανάγκασε να πει ότι, ήταν ένα τόσο δα σταυρουδάκι που μόλις διακρίνονταν.

Παρασκευή 26 Σεπτεμβρίου 2008

ΑΝΕΚΔΟΤΑ, δέσμη 13η χ 5

61. ΝΤΙΒΑΝΙ
Ο ισραηλίτης Ιακώβ και ο Πέτρος από τη Θεσσαλονίκη, βρέθηκαν στη μετανάστευση. Αργότερα που έπιασαν μερικά χρήματα συνεταιρίστηκαν και πουλούσαν έπιπλα.
Είχαν ένα ντιβάνι που, όποιος κάθονταν πάνω του, γοητεύονταν και ψώνιζε κάποια έπιπλα. Οι συνεταίροι το θεωρούσαν τυχερό. Μια μέρα ο Ιακώβ, μπαίνοντας στο μαγαζί, βλέπει πάνω στο τυχερό ντιβάνι την γυναίκα του Ρεβέκκα αγκαλιά με τον Πέτρο. Τρελάθηκε, έφυγε χωρίς μιλιά. Μετά είδε τον φίλο του Αβραάμ και του είπε την θλίψη του. -Και τώρα, τι θα κάνεις; –Δεν ξέρω-δεν ξέρω, είπε κι έφυγε βιαστικός. Μετά από ένα περίπου μήνα ξανασυναντιούνται οι δυο φίλοι Και ρωτά ο Αβραάμ. Λοιπόν, χώρισες τη Ρεβέκκα; Όχι-όχι η Ρεβέκκα είναι καλή. -Το διέλυσες με τον Πέτρο; Όχι-όχι ο Πέτρος φέρνει πελάτισες. -Και πώς το ξεπέρασες; είσαι καλύτερα. Ιακώβ. -Πούλησα το ντιβάν!


62. ΣΦΥΡΙΓΜΑ
Σε απλή λογοπλοκή, ανάμεσα στο ζευγάρι, ποιος από τους δυο παροτρύνει τον άλλο για συνεύρεση, συμφωνήθηκαν τα ακόλουθα. Στο εξής, όποιος έχει ερωτική επιθυμία, θα σφυρίζει. Έτσι θα γνώριζαν πάντα, από πού ξεκίνησε η νέα συνεύρεση. Μετά τη συμφωνία, πέρασε μια μέρα, μα δεν ακούστηκε κανένα σφύριγμα. Πέρασε η δεύτερη μέρα, και όλα έμεναν σιωπηλά. Πέρασε και η Τρίτη μέρα, μα… δεν ακούστηκε καμιά σφυρίχτρα. Οι αντιστάσεις εξαντλήθηκαν εκατέρωθεν, μα κανείς δεν ήθελε να δείξει αδυναμία. Κάποια στιγμή ακούγεται χαμηλά η φωνή της συζύγου. – Σφύριξες: -Όχι απαντά ο σύζυγος. Κι εκείνη, - Σφύριξες παιχνιδιάρικο, σφύριξες.


63. ΑΧΛΑΔΙΑ
Περνώντας έξω από έναν κήπο ένας διαβάτης, είδε μια λαχταριστή αχλαδιά φορτωμένη με κίτρινα ώριμα αχλάδια. Μην αντέχοντας τον πειρασμό πήδηξε τον φράχτη και άρχισε να τρώει λαίμαργα. Κάποια στιγμή που βγήκε στο παράθυρο η νοικοκυρά τον είδε, και… άρχισε να γκρινιάζει, καλέ τι κάνετε κλέβεται αχλάδια; Εκείνος αγριεμένος τις λέει. -Άσε τα λόγια κυρά μου γιατί αν έρθω εκεί θα …σου δείξω πόσα αχλάδια βάνει ο σάκος. Εκείνη έμεινε για λίγο σιωπηλή. Μετά του λέει πάλι. – Επί τέλους δεν θα αφήσεις κανένα για μας; Εκείνος τότε βγήκε σιγά-σιγά στο δρόμο για να φύγει. Εκείνη φωνάζοντας δυνατά, καλέ δεν ντρέπεσαι; και κλέφτης, και ψεύτης!


64. ΤΟ ΑΥΤΙ
Ο λοχαγός φωνάζει έναν νεόφερτο στρατιώτη και του λέει χαμηλόφωνα, πάρε αυτά και πήγαινε στο φαρμακείο να μου πάρεις μερικά προφυλαχτικά. Ο στρατιώτης παίρνει τα χρήματα και φεύγει. Μέσα στο φαρμακείο είδε κόσμο πολύ, πλησιάζει μια κοπέλα και τις λέει φωναχτά, ο λοχαγός μου θέλει προφυλαχτικά για όλα τα χρήματα. Εκείνη τον τραβά λίγο απόμακρα λέγοντας, αυτά τα πράγματα δεν τα φωνάζουν, τα λένε στο αυτή. Κι εκείνος που κατάλαβε τι του είπε, δεν τα θέλει για το αυτή, για το πουλί του τα θέλει.

65. ΤΟ ΧΙΛΙΑΡΙΚΟ
Ο μάρκος επισκέπτεται μια εκδιδόμενη και ρωτάει, πόσο είναι το τιμολόγιο. Πενήντα ευρώ του απαντά. Με ένα χιλιάρικο, τι προσφέρεις. Ε… θα σε πάω σε άλλους κόσμους. Πάρε της λέει το χιλιάρικο και πάμε. Μετά από μια εβδομάδα την ξαναρωτάει, με δεύτερο χιλιάρικο, τι κάνεις; Θα σε ζεστάνω σαν ήλιος. Πάρε το χιλιάρικο. Μετά από λίγες μέρες που ξαναπήγε, του είπε πως θα τον πάει στον παράδεισο. Και αφού της έδωσε το χιλιάρικο της λέει, είμουνα στην Ουκρανία, και γνώρισα την Όλια. Κι εγώ από κεί είμαι του απαντά, έχω και μια αδελφή που την λένε Όλια. Το ξέρω της λέει, εκείνη σου στέλνει τα χιλιάρικα, για τον παράδεισο.

Παν Ελλήνιος, κοσμοερευνητής και συγγραφέας. τηλ. επικοιν. 2310 93 97 83
http: panelinios.blogspot.com, http: users.otenet.gr/~elinios/, elinios@otenet.gr

Σάββατο 20 Σεπτεμβρίου 2008

ΑΝΕΚΔΟΤΑ, δέσμη 12η χ 5

56. ΟΜΟΡΦΗ
Συναντιούνται δυο γνωστοί σε υπεραγορά. -Ti κάνεις ρωτά ο ένας. -Έχασα τη γυναίκα μου και την ψάχνω. -Κι εγώ το ίδιο. -Πώς είναι η δικιά σου; -Πολύ όμορφη και γοητευτική, η δικιά σου; -Aσε τώρα τη δικιά μου, πάμε να βρούμε τη δική σου, πριν χαθεί για τα καλά. Κατά το ψάξιμο βλέπουν μια όμορφη υπάλληλο, ρωτά ο της όμορφης. -Mπορούμε να μιλήσουμε για λίγο; -Όχι, απαντά εκείνη έχω δουλειά, τι θέλεις; -Να . . . έχασα τη γυναίκα μου και δεν τη βρίσκω, μόλις όμως μιλώ με κάποια νόστιμη εμφανίζεται μπροστά μου από το πουθενά. Και πράγματι, να τη σαν άγρια τίγρη άρχισε τον εξάψαλμο. -Πάλι μιλάς με κάποια βρε Σαρδανάπαλε. Και ο τρίτος, κι εγώ που νόμιζα πως αυτά συμβαίνουν μόνο σε μένα.

57. ΛΟΣΤΡΟΜΟΣ
Μιλώντας ο καπετάνιος με τον Μηχανικό και το λοστρόμο λέει. Η γυναίκα και τα παιδιά μου θα πάνε φέτος στις Σεϊχέλες, ελπίζω να γυρίσουν ευχαριστημένοι. Εμένα λέει ο μηχανικός θα πάει στο Μαϊάμι, με μια φίλη της. Η δικιά σου που θα πάει, ρωτάνε το λοστρόμο. Α...μπα απαντά εκείνος, εγώ δεν έχω τόσα χρήματα για πέταμα, καλύτερα θα πηδηχτούμε μεταξύ μας, να έχω και το κεφάλι μου ήσυχο.

58. ΕΛΙΑ
Ο Μήτρος πήγε στην πόλη για σπουδές. Έμαθε και συμπεριφορές και όλα ήταν μια χαρά. Στις γιορτές τον επι­σκε­φτεί ο αδελφός του ο Γιάννης. Σε μια γιορτή που τον πήρε μαζί, τον παρακάλεσε να είναι κόσμιος. Του είπε, τις ελιές να τις παίρνει με το πιρούνι. Την ώρα του φαγητού όμως, ο Γιάννης άρπαξε μιαν ελιά με το χέρι και την κατάπιε. Τον στραβοκοίταξε ο Μήτρος. Μετά από λίγο πά­λη το ίδιοι. Τον πήρε στην άκρη ο Μήτρος και τον πα­ρα­κά­λεσε να προσέχει. Τελικά έμεινε μια ελιά στο πιά­το, προ­σπά­θησε ο Γιάννης να την πιρουνίσει, η ελιά όμως γλιστρούσε και άρχισε τρεχαλητό. Κυνήγα ο Γιάννης την ελιά και η ελιά τον Γιάνη, αγανάχτησαν τον Μήτρο, παίρνει ένα πιρούνι , καρφώνει την ελιά και του την δίνει. Εκείνος μειδιά, και ... του λέει, αμ τώρα που τη ζάλσα, την πιάνω κι εγώ!

59. ΣΤΟΝ ΤΕΤΑΡΤΟ
Ένας μεγαλούτσικος σχετικά σε ηλικία, επισκέπτεται τον γιατρό. Μετά τις πρώτες αβρότητες ρωτά ο γιατρός, που υπάρχει πρόβλημα, και τι δεν λειτουργεί καλά; Χμ… όλα πάνε περίφημα λέει ο μεγαλούτσικος, ως τον πρώτο γιατρέ μου, κανένα απολύτως πρόβλημα. Στον δεύτερο όμως, δυσκολεύει η αναπνοή. Στον τρίτο κόβονται τα γόνατα και η ανάσα. Και μετά έρχεται το άσθμα. Γιατρός, Εδώ που τα λέμε, λογικό δεν είναι, αφού πολύ νεότεροι και σταματούν στο δεύτερο, εσύ που θέλεις να φτάσεις στο τέταρτο; Μεγαλούτσικος, ναι γιατρέ μου, εκεί στον τέταρτο όροφο μένει η νόστιμη.

60. ΝΕΟΝΥΜΦΗ
Ανάμεσα στους κατοίκους μιας επαρχίας ζούσε και μια θεούσα, όμορφη και άβγαλτη. Όταν ενηλικιώθηκε δεν άργησε να πολιορκηθεί από γαμπρούς. Από ανάμεσά τους διάλεξε έναν και τον παντρεύτηκε. Έτσι έφτασε και η πρώτη νύχτα του γάμου. Έκανε και λίγο κρύο και ο άντρας της την τράβηξε κάτω από το πάπλωμα. Εκείνη στην αρχή δεν ήθελε, αλλά τελικά υπέμενε το καθιερωμένο. Και τότε ο άντρας, της έδωσε να καταλάβει όλο το νόημα του γάμου... Την άλλη μέρα έφυγε ο άνδρα για δουλειές, η νύφη όμως όταν ξύπνησε ήταν κακοδιάθετη. Την ρωτούσαν οι δικοί της, τι συμβαίνει, αλλά εκείνη δεν απαντούσε, απλά έμενε θλιμμένη. Κάποτε γύρισε ο άντρας της και την ρώτησε, τι έχει. Εκείνη όμως δεν απαντούσε. Τότε αγρίεψε ο σύζυγος και την ξαναρώτησε έντονα, θα μου πεις επιτέλους τι έχεις και τί θέλεις; Και η νύφη, κάτω από το πάπλωμα!

Παν Ελλήνιος, κοσμοερευνητής και συγγραφέας. τηλ. επικοιν. 2310 93 97 83
http: panelinios.blogspot.com, http: users.otenet.gr/~elinios/, elinios@otenet.gr,

Τετάρτη 17 Σεπτεμβρίου 2008

ΑΝΕΚΔΟΤΑ, δέσμη 11η χ 5

51. ΖΩΓΡΑΦΙΚΗ
Μια μέρα, περνά ένας πλανόδιος ζωγράφος μπροστά από ένα κρεοπωλείο. Τον ρωτά ο κρεοπώλης. -Μπο­ρού­με να ζωγραφίσουμε δυο λιοντάρια; -Και βέβαια μπορούμε του απαντά ο ζωγράφος. -Και πόσα θα μας πάρει όλη η δουλειά; -Πε μου, ρωτά με τη σειρά του ο ζωγράφος, τα θέλεις δεμένα ή λυμένα; -Τί εννοείς; -Μπο­ρώ να τα δέσω με αλυ­σίδες. Και πια η διαφορά; -Λυμένα εκατό ευρώ, δεμένα, εκατόν πενήντα. -Δεν χρειάζεται, κάντα χωρίς αλυσίδες. Μια και δυο ο ζωγράφος του φτιάχνει δυο λιο­ντά­ρια, παίρνει τα εκατό ευρώ και φεύγει. Σε μια εβδομάδα πιάνει μια δυνατή βροχή και ξεπλένει την ζωγραφιά. Όταν ξαναπέρασε του έβαλε τις φωνές που ξεπλύθηκαν. Και τότε του λέει ο ζωγράφος. Τί σου έλεγα; να τα δέσω, αλλά εσύ τα ήθελες λυμένα, τώρα που έφυγαν, πιάστα.

52. ΘΑΥΜΑΤΑ
Κατεβαίνει ο Χριστός στη γη και μπαίνει σε ένα μπαράκι. Εκεί τον βλέπει μια συντροφιά, ένας Γερμανός ένας Γάλλος κι ένας Έλληνας. Ο Γερμανός κερνά στο νέο μια μπύρα, ο Γάλλος ένα κρασί και ο Έλληνας ένα πλούσιο καραφάκι. Τα διασκεδάζει ο Χριστός, σηκώνεται και πλησιάζει στο τραπέζι τους. Ευχαριστώ λέει στο Γερμανό και τον ακουμπά στον ώμο.- Α... είσαι ο Χριστός του λέει εκείνος. -Και πως το κατάλαβες; -Μου πέρασαν τα αθριτικά του απαντά. Ακουμπά και τον Γάλλο, κι εκείνος έκπληκτος. -Είσαι ο Χριστός του λέει. -Πως το κατάλαβες; -Μα... μου πέρασε το άσθμα με την αφή σου. Πάει κοντά και στον Έλληνα, απλώνει να τον ακουμπήσει. -Α... του λέει εκείνος, χειρονομίες όχι, είδα κι έπαθα να απαλλαγώ από κακούς χαρακτηρισμούς, και να βγάλω αναπηρική σύνταξη!

53. ΒΙΑΓΚΡΑ
Ο εγγονός αφήνει πάνω στο τραπέζι της κουζίνας ένα δισκίο βιάγρα και λέει στον παππού του, κοίτα, αν το χρησιμοποιήσης άσε μου 5 ευρώ, αλλιώς θα το πάρω πίσω. Την άλλη μέρα βρίσκει έκπληκτος πάνω στο τραπέζι 55 ευρώ. Και ρωτά τον παππού του, 5 ευρώ σου είπα, γιατί μου άφησες 55. Και ο παππούς, εγώ παιδί μου πέντε σου άφησα, τα άλλα τα άφησε η γιαγιά σου και μάλιστα με πολύ ευχαρίστηση, όπως είπε!

54. ΡΥΖΙΑ
Κάποτε δυο νεόνυμφοι, έκαναν μια συμφωνία για την υπόλοιπη ζωή τους. Συφώνησαν λοιπόν να είναι ειλικρινείς μεταξύ τους, για όσες τυχόν απιστίες κάνει ο ένας στον άλλο. Και για να μη τους έρθει βαρύ, κάθε φορά που θα απιστούσαν, θα έριχναν έναν κόκκο ρυζιού σε ένα κουτί που τοποθέτησαν κοντά στο εικονοστάσι τους. Στα δύσκολα χρόνια της κατοχής όμως, αδιαφορώντας για ότι μπορούσε να είχε συμβεί, λέει ο άνδρας στη γυναίκα του, βρε Κατερίνα, δε χρησιμοποιούμε και τα τυχόν μαζεμένα ρύζια στο κουτί, να περάσουμε αυτές τις δύσκολες μέρες; Ναι λέει η γυναίκα του και φέρνουν το κουτί, το ανοίγουν και βρίσκουν μέσα μόνο πέντε κόκκους ρυζιού. Και λέει ο άνδρας, καλά βρε γυναίκα, σαράντα χρόνια μαζί και μόνο δυο φορές με απάτησες; Και απαντά η Κατερίνα. –Ναι, ξέχασες τις σούπες που έτρωγες τους δυο προηγούμενους μήνες!

55. ΥΠΟΘΕΤΟ
Ο γιατρός έγραψε τη συνταγή και είπε στον ασθενή του, θα βάζεις ένα την ημέρα στον απευθυσμένο, ώσπου να τελειώσουν. Φτάνοντας στο σπίτι λέει στη γυναίκα του, δεν κατάλαβα που να το βάλλω. Τη­λε­φώ­να του απαντά εκείνη. Τηλεφωνά και ρώτα, γιατρέ που να βάλλω το υπόθετο; έντονα ο γιατρός απαντά, στον πρωκτό. Πάλι άρχισε τη μουρμούρα πως δεν κατάλαβε. Ξανατηλεφώνα του λέει η γυναίκα του. Συ­νε­σταλ­μένα ξαναρωτά, που είπαμε γιατρέ μου; Στον πισινό του απαντά ο γιατρός. Και πάλι με απορία, βρε γυναίκα που να τον βρω τώρα τον πισινό μου, πήγε σπίτι του. Ξανατηλεφώνα του λέει εκείνη. Γιατρέ συγγνώμη πες μου το πάλι, αυτή θα είναι η τελευταία. Στον κώλο σου απαντά οργισμένος ο γιατρός. Και όλο παράπονο στη γυναίκα του, σου το έλεγα, θα με βρίσει.

Παν Ελλήνιος, κοσμοερευνητής και συγγραφέας. τηλ. επικοιν. 2310 93 97 83
http: panelinios.blogspot.com, http: users.otenet.gr/~elinios/, elinios@otenet.gr,

Κυριακή 24 Αυγούστου 2008

ΑΝΕΚΔΟΤΑ, δέσμη 10η χ 5

46. ΓΛΩΣΣΕΣ
Μια πεινασμένη γάτα κυνηγά έναν ποντικό. Εκείνος τρέχει λαχανιασμένος και χώνεται μέσα σε μια μικρή τρύπα. Η γάτα προσπαθεί με πόδια και με νύχια να τον ξετρυπώσει, αλλά δεν τα καταφέρνει. Κάθεται και σκέ­φτε­ται άλλον τρόπο προσέγγισης. Κάποια στιγμή της έρχεται η ιδέα. Και τότε χτυπά τα πόδια της κάνοντας πως φεύγει και κρύβεται δίπλα. Μετά γαυγίζει κάνοντας τον σκύλο. Και το τέχνασμα πέτυχε. Ο ποντι­κός σκέφτηκε πως ο σκύλος κυνήγησε την γάτα και αναγκάστηκε να φύ­γει. Σε λίγο, προβάλλει την μουτσούνα του και σιγά-σιγά βγαίνει από τον κρυψώνα. Κι εκεί, τον αρπάζει η γάτα. Ο ποντικός δια­μαρ­τύ­ρεται ότι τον εξαπάτησε, κάνοντας τον σκύλο. Και η γάτα. -Βρε κουτέ, δεν ξέρεις ότι στην εποχή μας αν δεν μιλάς τουλάχιστον δυο γλώσσες, δεν επιβιώνεις;

47. ZOYΓΚΛΑ
Ένα μικρό αεροπλάνο πέφτει μέσα στην άγρια ζούγκλα. Οι επιβάτες του είναι τρεις, ένας μαύρος, ένας γερμανός κι ένας ιάπωνας. Τους πιάνουν οι άγριοι του δάσους και τους ετοιμάζουν για φάγωμα. Αυτοί άρχι­­σαν να διαμαρτύρονται, επικαλούμενοι το ατύχημα. Τότε τους λέει ο φύλαρχος. -Θα μετρήσουμε τα πουλιά σας, και αν φτά­σετε οι τρεις μαζί το μισό μέτρο, θα σας αφήσουμε να φύγετε, αν όχι, έτσι κι αλλιώς είσαστε άχρηστοι. Και αυτούς τους τρώμε. Αρχίζει το μέτρημα, του μαύρου βρέ­θηκε 28 πόντοι, του γερμανού 19 και του ιάπωνα τρεις. Δηλαδή, ίσα-ίσα που σώθηκαν. Λέει ο μαύρος, αν δεν ή­μουνα εγώ, θα μας σούβλιζαν. Ο Γερμανός, αν και μέτρια η συμβολή μου, σωτήρια. Και κλείνει ο Ιάπω­νας, μωρέ αν δεν είχα εγώ σηκωμάρες, τώρα θα είσασταν φαγωμένοι.

48. ΑΛΟΓΟ
Σε διαγωνισμό, ποιος άνδρας έχει το πάνω χέρι στο σπίτι του, το βραβείο ήταν ένα άλογο, αν το είχε η νοικο­κυ­ρά, ο άντρα έπαιρνε μια κότα. Ο πρώτος που ρωτήθηκε απάντησε χωρίς ενδοιασμούς ότι η γυναίκα του είναι το αφεντικό του σπιτιού. Πάρε την κότα σου του είπαν.
Ο δεύ­τε­ρος επίσης. Ο τρίτος πάλι το ίδιο. Κάποτε βρέθηκαν σε έναν «σκληρό και δύσκολο» αφεντικό. -Ποιος έχει το πάνω χέρι; τον ρωτάνε. -Εγώ απαντά με έπαρση. -Καλά του λένε, τώρα πες μας, τι χρώμα θέλεις να είναι το άλο­γο, μαύρο, καφεδί, ή λευκό; -Α... τους λέει, να ρωτήσω την γυναίκα μου, αυτή αποφασίζει γι αυτά. -Πάρε την κότα σου μω­ρέ που θέλεις και άλογο, του απαντούν, αφού δεν μπο­ρείς ούτε στα χρώματα να έχεις πρωτοβουλία.

49. ΑΠΕΙΛΗ
Παραπονιέται το πουλί ενός φιλοσοφίζοντα, γιατί ο θεός έβαλε όλες τις αισθήσεις μέσα στο κεφάλι, και άφη­σε τα πόδια για να κουβαλούν το φορτίο. Αλλά και τα χέ­ρια εκτός από το να φροντίζουν για τα απαραίτητα, να κρατούν κι εμένα σαν παράσιτο. Δεν βρήκε να με βάλλει κάπου, ώστε, να μην κρέμομαι έτσι σαν έρμαιο; Θέλω κι εγώ τον χώρο μου, δεν βολεύομαι έτσι ξε­σκέ­πα­στο. -Καλά του λέει ο φιλοσοφίζων, να μπεις σε έναν πισινό για να καλύπτεσαι. -Όχι του απαντά, εγώ σε πι­σι­νό δεν μπαίνω. -Ναι του λέει, αλλά για την ώρα δεν υπάρ­χει άλλος χώρος. Στο κάτω-κάτω, δεν είμαι και θεός να σε βολέψω όπως θέλεις. - Όχι-όχι, τέτοια χάρη δεν σου την κάνω, εγώ σε πισινό δεν κρύβομαι. -Ε... τότε κάνε καλά μόνο σου. Και ξαφνικά του λέει. - Καλά δέ­χο­μαι προ­σω­ρινά, αν όμως έρθει κι άλλος, εγώ θα φύ­γω να το ξέρεις.

50. ΣΥΜΦΙΛΙΩΣΗ
Μετά την καθιέρωση των δυο υπερδυνάμεων Η Π. Α. και Ε. Σ. Σ. Δ. μεταξύ τους άρχισε ένας φαινομενικός αντα­γωνισμός. Σε έναν από αυτούς οι σοβιετικοί έστησαν έναν ζωολογικό κήπο και παρουσίαζαν μέσα στο ίδιο κλουβί, έναν λύκο με ένα αρνί. Το φαινόμενο πήρε πα­γκό­σμι­ες διαστάσει και παντού μίλαγαν για ένα θαύμα. Ήρθαν ειδικοί από Καναδά, Αυστραλία, Η.Π.Α. και Αφρική να περιεργαστούν το απίστευτο. Αφού έγινε παγκόσμιο γεγονός και όλοι μιλούσαν για το ακατόρθωτο, τον κήπο επισκέφτηκε κι ένας Έλληνας. Δεν χωρούσε στο μυαλό του, ότι, ένας λύκος, με ένα πρόβατο, που συμφιλιώθηκαν στο ίδιο κλουβί. Κάποια στιγμή ξεμοναχιάζει κάπως τον φύλακα και τον ρωτά εμπιστευτικά. -Πως τα καταφέρ­νεις και ζουν μαζί; Και ο φύλακας κορδωμένος. Έ . . τώρα, απλό είναι, κάθε βράδυ βάζω μέσα άλλο πρόβατο.

Παν Ελλήνιος, κοσμοερευνητής και συγγραφέας. τηλ. επικοιν. 2310 93 97 83
http: panelinios.blogspot.com, http: users.otenet.gr/~elinios/, elinios@otenet.gr,

ΑΝΕΚΔΟΤΑ, δέσμη 09η χ 5

41. ΤΙΜΩΡΙΑ
Μετά την αποδημία του στο υπερπέραν, πέρασε από κρίση διαγωγής του βίου του και ο Ανδρέας Παπανδρέου. Και αφού απολογήθηκε στο θεό, τον τιμώρησε σε τακτές συνευρέσεις με την Γεωργία Βασιλειάδου, για να ισο­φα­ρί­σει τις ζαβολιές και τις ερωτικές ατασθαλίες της ζωής του. Κι επειδή δεν είχε άλλη επιλογή, το πήρε από­φα­ση και προσαρμόστηκε στα νέα δεδομένα. Μια μέρα βλέπει τον Αβέρωφ, να συνεβρίσκεται με την Πριζίτ Μπαρτώ και διαμαρτύρεται έντονα. Γιατί μια τόσο μεγάλη και αδι­και­ο­λό­γητη διάκριση, αφού μάλιστα δεν ήταν ούτε και από τα γνωστά πρώτα πηδηχτάρια. Και τότε φυσικά πήρε την κατάλληλη απάντηση, για να μη νομίζει ότι και στην θεϊ­κή βασιλεία γίνονται αδικίες. Σε αυτή την περίπτωση του είπαν, την τιμωρία την εισπράττει η Πριζίτ Μπαρτώ.

42. ΠΤΥΧΙΟΥΧΟΣ
Επιστρέφοντας από το εξωτερικό ένας σπουδαστής με πτυχία, μεταπτυχιακά και διδακτορικά, ζήτησε την ανάλογη απασχόληση για να φτιάξει τη ζωή του. Πήγε λοιπόν σε μια εταιρία και αφού έδειξε τα διαπιστευτήριά του έγινε δεκτός. Του είπαν ότι, θα ξεκινήσει με 800 ευρώ μισθό τον μήνα, όμως θα τυχαίνει να δουλεύει κάποιες φο­ρές και αργά το βράδυ και κάποια Σάββατα θα πη­γαί­νει επίσης σε εξωτερικές ανάγκες. Και ακόμα, ίσως χρει­­α­στεί­ να κάνει και τα ψώνια της κυρίας. Βε­βαί­ως τους είπε, συμφωνεί με όλα, αφού βρήκε την κατάλληλη απα­σχό­ληση, και ότι θα προσπαθήσει να είναι συνεπείς με ότι ακόμα του ζητηθεί. Μα...λες βλακείες του λέει το αφε­ντικό, θα τα υποστείς όλ’ αυτά για 800 ευρώ. Ναι-ναι, του απαντά ο πτυχιούχος, αλλά εσύ ξεκίνησες με βλακείες.

43. ΑΠΟΔΟΧΗ
Ένα ζευγάρι τρώει πλουσιοπάροχα σε μια ταβέρνα στο κέντρο της πόλης. Ξαφνικά περνάει από κοντά μια ξανθή φρεγάδα, και όλο φλόγα σκύβει και δίνει ένα καυ­τό φιλί στον άνδρα. Η σύζυγος παρεξηγιέται, ουρλιάζει και απειλεί να φύγει. Εκείνος την καθησυχάζει ρωτώντας. -Τί προτιμάς να χάσεις την βίλλα της Εκάλης; το νέο εξοχικό στη Βούλα; το διαμέρισμα στο Παρίση; ή το πολυτελές κότερο; Εκείνη σιωπά. Σε λίγο περνάει από δίπλα τους ένας φίλος με άλλη φρεγάδα, τους χαιρετά και προσ­περ­νά. -Αυτή δεν είναι η γυναίκα του παρατηρεί η Κυρία. -Ναι της απαντά ο σύζυγος, θέλεις να πεις κάτι; -Ναι του απα­ντά εκείνη.
-Λέγε λοιπόν, αλλά μην ξεχνάς αυτά που σου θύμισα. Κι εκείνη με φανερή αποδοχή της κατάστασης.
-Σιγά την γκόμενα, η δική μας είναι καλύτερη!

44. ΓΙΑΝΝΙΩΤΙΣΑ
Σε κουβέντα μεταξύ νύφης και αδελφής του άντρα, λέει με ήρεμο τρόπο η αντράδελφη. -Δεν σου το είπα, προχθές ήρθε από το σπίτι ο σύντεκνος. -Ε...και; -Να στην αρχή μου έλεγε, μου έλεγε, μου έλεγε, κι εγώ δεν καταλάβαινα τίποτα. -Και μετά. -Ύ­στερα μου σήκωσε τη φούστα και μου έτριβε τα πόδια, θαρρείς και ήτανε κρυωμένα. Σκέ­φτη­κα να του πω, να μην του πω, αλλά είπα μέσα μου, άσε να δούμε τί θα κάνει.
-Και μετά; -Μετά έβγαλε το που­λί του και το έκρυψε στα σκέλια μου, θαρρείς ήθελε να το προφυλάξει. Είπα να του πω, αλλά πάλι σκέφτηκα, να δούμε τί θέλει να κάνει. -Και μετά; -Ε... κι εσύ, μετά κουνή­θη­κε ξεκουνήθηκε και μου γέμισε τον κόσμο σάλια. -Ε. . . τότε αντράδελφη το κακό έγινε. -Καλέ πιο κακό; -Να σε πήδηξε. -Μωρέ τί μας λες, κι ας πηδά εσένα.

45. ΡΩΣΙΚΑ
Ένας πόντιος επισκέφτηκε κάποτε την Ε.Σ.Σ.Δ. για να καταλάβει κάτι από το αριστερίστικό τους σύστημα. Έτσι έμεινε εφτά χρόνια σε διάφορες περιοχές. Όταν επέ­στρε­ψε έκανε αναλύσεις των εμπειριών του. Τον ρωτά ένας που ήξερε ρώσικα. -Εσύ ατώρα παρούσκα πονεμάεις; - Εσύ τώρα μιλάς ρώσικα; -Κι αμ κι πονεμάιμ, του απα­ντά, εφτά χρόνε σην ρουσίαν έμνε και παρούσκα πα κιά πονεμάιμ. -Για πέει με, τον ελέφανταν πως λένα τον; Κια εσύ πα τσιπ τα τρανά ερωτάς με, ατό κι εξέρα. -Κια πέει με το βελόν πως λένε; -Κι ατώρα πα επήγες τσιπ σα μι­κρά, ατό πα κι έμαθα. -Καλά πέει με το σκατόν πως λένε. Κι ατό πα απάν σι γλώσσαμ ερικλώσκεται, αναθεμά το, αμά σον νουμ κιέρτε.

Παν Ελλήνιος, κοσμοερευνητής και συγγραφέας. τηλ. επικοιν. 2310 93 97 83
http: panelinios.blogspot.com, http: users.otenet.gr/~elinios/, elinios@otenet.gr,

Πέμπτη 21 Αυγούστου 2008

ΑΝΕΚΔΟΤΑ, δέσμη 08η Χ 5

36. ΣΧΙΑΡΕΕΧΣ
Ο βλάχος Μήτρος, πάει για επίσκεψη στην αρραβωνιαστικιά του, άρτια προετοιμασμένος με μια φουστανέλα που του πήρε έξι μέτρα πανί, κι άλλο τόσο για μια δεύτερη. Στο δρόμο του ήρθε η ανάγκη. Έβγαλε το επίσημο βρακί, το κρέμασε σ’ ένα κλαδί και αποπατώθηκε. Μετά συνέχισε το δρόμο του. Όμως ξέχασε, κατά συνήθεια, να ξαναβάλει το βρακί. Όταν έφτασε στην αρραβωνιαστικιά, χαιρετήθηκαν και μπήκαν στο κονάκι. Πίνοντας καφέ, ο Μήτρος σταύρωσε το ένα του πόδι πάνω στο άλλο, και σε μια στιγμή έδειξε από πλάι, νομίζοντας ότι φοράει το φοράει, και ρωτάει, σχ’αρέεεχτς, εκείνη κρυφογελά σκυφτή. Εκείνος συνεχίζει, κι άλλα έξι μέτρα έχω στο κονάκ, για δεύτερο.

37. ΞΥΛΟΘΡΑΥΣΤΗΣ
Στο κέντρο της Αθήνας υπάρχει το άγαλμα του ξυλοθραύστη, που κατά καιρούς δέχτηκε διάφορες ενοχλήσεις. Σε μια από αυτές, δυο κυρίες της «υψηλής» κοινωνίας, έσπασαν τα γενετικά του όργανα, και από τότε μένει ελλειμματικός. Ο Γιάννης που έκανε το διδακτορικό του στην Αγ­γλία, γνώρισε μια Λονδρέζα. Κάποτε έφτασαν μαζί στην Αθήνα όπου ο Γιάννης της εξηγούσε το κάθε αξιοθέατο. -Τί είναι αυτό; ρωτούσε η Λονδρέζα, -Η Ακρόπολη. Με τα λίγα ελληνικά της εκείνη του έλεγε, - Έκουμε κι εμείς. -Τί είναι εκείνο; -Το Ζάπιο. -Έκουμε κι εμείς, και ούτο καθεξείς. Όταν έφτασαν στον ξυλοθραυστη και ρώτησε τί είναι αυτό, της είπε ότι ήταν ο ξυλοθραύστης. -Έκουμε κι εμείς του απαντά η Λονδρέζα, Αγανακτισμένος ο Γιάννης από τα «έκουμε κι εμείς» της λέει, τα παπάρια του έχετε, κοίτα του λείπουνε.

38. ΖΗΤΙΑΝΟΣ
Στην καθημερινή του διαδρομή ο Παντελής συναντούσε έναν ζητιάνο καθισμένο σε μια γωνία με το χέρι τεταμένο. Στην αρχή του έδινε ένα ευρώ. Μετά έκανε οικογένεια, και με το πρώτο παιδί, του έδινε 50 λεπτά, αργότερα ήρθε και το δεύτερο παιδί και δυσκόλεψαν τα πράγματα. Έτσι έδινε στον ζητιάνο είκοσι λεπτά. Όταν όμως εμφανίστηκε και το τρίτο παιδί έκοψε την βοήθεια του ζητιάνου, γιατί δε έβγαινε πλέον. Βλέποντας όμως να περνά από τον ίδιο δρόμο τον ρωτά μια μέρα ο ζητιάνος, τί έγινε ρε φίλε; Γιατί από ένα ευρώ φτάσαμε στο μηδέν; Να του λέει ο Παντελής, η ζωή δυσκόλεψε, τα έξοδα περίσσεψαν και δεν βγαίνω πλέον. Βαρύ βλέπεις το φορτίο της οικογένειας. Καλά ρε κόπανε του λέει ο ζητιάνος, με τα δικά μου χρήματα ήθελες να κάνεις οικογένεια;

39. ΟΚΝΗΡΙΑ
Σε μια συνηθισμένη οικογένεια, ένας πατέρας είχε δυο γιους. Ο ένας ήταν πολύ δραστήριος, πάντα ξύπναγε νωρίς και πήγαινε στη δουλειά του, αλλά και γενικότερα κρατούσε μια συνέπεια στη ζωή του. Ο δεύτερος ήταν οκνηρός, ανεύθυνος και αδιάφορος για τα πάντα. Ενοχλημένος ο πατέρας από τον δεύτερο, του γκρίνιαζε συχνά. Μια μέρα οργισμένος πάει στο κρεβάτι του, τον ξυπνά και του φωνάζει. Ξύπνα επί τέλους βρε ανεπρόκοπε και βάλε τον εαυτό σου σε μια σειρά και τάξη. Κοίτα, ο αδελφός σου ξύπνησε, έφυγε, βρήκε ένα πορτοφόλι με χρήματα, το έφερε στο σπίτι και ξαναέφυγε, κι εσύ άχρηστε, κοιμάσαι του καλού καιρού ακόμα! Και ο οκνηρός. -Σιγά καλέ μπαμπά, τί φωνάζεις, σκέψου πόσο πιο νωρίς ξύπνησε εκείνος που το έχασε.

40. ΟΝΟΜΑΤΑ
Τελευταία, μια λέξη έγινε πρωτοσέλιδο σχεδόν για όλους τους κατοίκους της Ελλάδος, χρησιμοποιείται σε καθημερινή βάση από αγόρια, κορίτσια, άνδρες γυναίκες μικρούς και μεγάλους. Ένας μετανάστης που επέστρεψε στην πατρίδα από την Αμερική, δεν το καταλάβαινε. Κάποτε που μπήκε στο λεωφορείο για να πάει στην αγορά άκουσε μια συντροφιά νέων να κουβεντιάζουν έντονα και να αλληλοεπευφημούνται:
Τρελός είσαι ρε μαλάκα, λέγονται αυτά; Και σε είχα για κολλητό μου ρε μαλάκα. Αφού βρε μαλάκα είσαι ο καλύτερός μου φίλος. Και ακόμα, πάμε σπίτι βρε μαλάκα, θα έρθουν και όλοι οι άλλοι μαλακισμένοι φίλοι. Και άλλα πολλά τέτοια. Κάποια στιγμή λέει ο ξενόφερτος. -Να σας ρωτήσω κάτι παιδιά μου; -Ό,τι θέλεις παππού. -Βρε καλοί μου, τον τελευταίο καιρό όλα τα παιδιά στην Ελλάδα τα βαφτίζουν με το ίδιο όνομα;

Παν Ελλήνιος, κοσμοερευνητής και συγγραφέας. τηλ. επικοιν. 2310 93 97 83
http: panelinios.blogspot.com, http: users.otenet.gr/~elinios/, elinios@otenet.gr,

ΑΝΕΚΔΟΤΑ, δέσμη 07η Χ 5

31. ΚΑΤΟΧΙΚΑ
Στα δίσεκτα χρόνια της γερμανικής κατοχής, στις μεγάλες πόλεις περνούσαν δύσκολα. Πολλοί πήγαιναν σε χωριά, προσπαθώντας να φέ­ρουν ότι φαγώσιμο έβρισκαν. Στις κεντρικές εισό­δους οι Γερμανοί είχαν φρουρές για έλεγχο των ει­σερ­χο­μένων. Κάποια στιγμή ο Γερμανός ήταν απα­σχο­λημένος με μια όμορφη, και μαζεύτηκε μεγάλη ουρά. Ο βοηθός του ρωτούσε κάθε τόσο τι να κάνω με αυτόν; Σε μια περίπτωση που επέμενε πο­λύ ο βοηθός, ρωτά ο Γερμανός.
-Τί έχει αυτός στο καλάθι του; -Σύκα του απαντά. -Έ…βάλτα στον κώλο του λέει ο Γερ­μανός. Μό­λις το άκουσε ο συκάς, πάτησε τα γέλια. Ορ­γι­σ­μέ­νος ο βοηθός τον ρωτά. -Γιατί γελάς, άκουσες την διαταγή; -Δεν γελάω για μένα λέει ο συκάς αλλά για τον επόμενο, -Γιατί ξαναρωτά ο βοηθός, -Γιατί στο καλάθι του έχει αγγουράκια.

32. ΚΡΕΜΜΥΔΙΛΑ
Μετά τα 38 της, μια κυρία απόκτησε μια έντονη μυ­ρω­διά κρεμμυδίλας στο πουλί της. Πήγε στο γιατρό και του είπε τον πόνο της. Και ότι με αυτή την πάθηση δεν μπορεί να στεριώσει μαζί της κανένας. Εκείνος αφού την εξέτασε πο­λύ­πλευ­ρα, της είπε πως δεν μπορεί να εντοπίσει κάτι συ­γκεκριμένο. Της έδωσε όμως μια καλή θεραπεία, η οποία όμως δεν την ωφέλησε σχεδόν καθόλου. Μετά από καιρό ξαναπήγε στο γιατρό και του είπε πως βρήκε γιατριά, γνωρίζοντας κάποιον που του έλειπε η αίσθηση της όσφρησης. Χάρηκε ο γιατρός και της ευχήθηκε να πάνε όλα καλά. Μετά από λίγον καιρό όμως ξαναπήγε η κυρία στενοχωρημένη που τον έχασε και αυτόν. Τί συμβαίνει πάλι; ρωτά ο γιατρός. Δεν ξέρω γιατρέ μου του λέει, αλλά όποτε έρχονταν σε μένα έφευγε κλαμένος.

33. ΚΟΥΚΟΣ
Μια συντροφιά εξαρτημένων, κάπνιζε ξέγνοιαστη τα χασίσια της, κεκλεισμένων των θυρών. Κι ενώ όλοι βρίσκονταν στη «νιρβάνα» των απολαύσεων, τελείως απρόσμενα καταφτάνουν τα όργανα της καταδίωξης. Οι θαμώνες ψάχνουν μέρος να εξαφανίσουν τα λαθραία τους και καταλήγουν να τα κρύψουν στο παλιό ωρολόγι του κούκου. Μπαίνουν στον χώρο οι αστυνομικοί και αρχίζουν την έρευνα. Και παρόλο που έκαναν το δωμάτιο άνω κάτω, δεν βρήκαν τίποτα. Κάποια στιγμή ανοίγει το πορτάκι του κούκου. Και τότε, ρωτάει βιαστικά ο επί κεφαλής. -Τί ώρα είναι; Βγαίνει ο κούκος από την φωλιά του τον κοιτάζει καλά-καλά και σκέφτεται: -Δεν πηδιέσαι ρε μπάτσε, σιγά να μη σου πω τι ώρα είναι. -Κούκου!

34. ΧΡΕΟΣ
Μια γυναίκα παραπονιέται διαρκώς στον άντρα της, ότι την παραμελεί τόσο που δεν το αντέχει άλλο. Εκείνος προσπαθεί να δικαιολογηθεί λέγοντας ότι, το κακό που του συμβαίνει είναι επειδή δεν έχει να πληρώσει από καιρό ένα χρέος. Και που ξέρει ο δανειστής τί κάνεις εσύ στο κρεβάτι σου; ρωτά η γυναίκα. Ναι της λέει εκείνος ταπεινά, ο δικαιούχος όμως μένει απέναντι και τον έχω συνεχώς στο μυαλό μου. Ωραία του λέει η γυναίκα του, έβγα στο παράθυρο και φώναξέ του, ότι, τώρα δεν έχεις να του τα δώσεις. -Λες να γίνει κάτι; ρωτά με τη σειρά του ο χρεώστης. Και βέβαια του απαντά εκείνη, δοκίμασε και θα δεις. Βγαίνει λοιπόν στο παράθυρο και του φωνάζει. -Δεν έχω να σου δώσω το χρέος. -Ωραία του λέει η γυναίκα του, τώρα να ξέρεις, ότι δεν θα μπορεί εκείνος.

35. ΑΝΟΧΗ
Με αφορμή τον νέο αγωγό πετρελαίου, κλήθηκαν σε μυστική συνάντηση ο Μπους ο Πούτιν και ο Καραμανλής, για να συμφωνήσουν σε μιαν ανοχή. Στο πρώτο διάλειμμα κατάλαβαν πως βρίσκονται σε οίκο ανοχής, χωρίς όμως να τους κακοφανεί. Στο δεύτερο ο Μπους απαίτησε τη­λέ­φω­νο να επικοινωνήσει με τις Η. Π. Α. Μετά και ο Πούτιν, Ε. . . με την ευκαιρία έκανε το ίδιο και ο Καραμανλής. Όταν ήρθε ο λογαριασμός του Μπούς ήταν 100 000 δολάρια, του Πούτιν 70 000 και του Καραμανλή 1 Ευρώ. Οι πρώτοι δυο διαμαρτυρήθηκαν ζητώντας εξηγήσεις. Η Διευθύντρια τους απάντησε λέγοντας. Κύριοι, σεις καταντήσατε την οικουμένη οίκο ανοχής και συτό θα το πληρώσεται στις πουτάνες. Όσοι δεν το κατάλαβαν επικοινωνούν απλά με την εσωτερική γραμμή που κοστίζει μια αστική μονάδα.

Παν Ελλήνιος, κοσμοερευνητής και συγγραφέας. τηλ. επικοιν. 2310 93 97 83
http: panelinios.blogspot.com, http: users.otenet.gr/~elinios/, elinios@otenet.gr,

ΑΝΕΚΔΟΤΑ, δέσμη 06η Χ 5

26. ΑΓΑΛΜΑ
Ακούγοντας τον θόρυβο του αυτοκινήτου, η κυρία κατάλαβε πως γύριζε ο άντρας της, και λέει στο γυμνό της εραστή. -Γρήγορα, κι επειδή δεν προλαβαίνεις ούτε να ντυθείς, στήσου εκεί και κάνε το άγαλμα. Τον πασπάλισε και με κάμποση σκόνη γύψου, έτσι που πράγματι τον αγαλμάτωσε. Μπαίνει ο σύζυγος, βλέπει την κατάσταση και ρωτά. -Από που το άγαλμα;
-Από τον Μαρίνο, απαντά η Κυρία. Αφού τέλειωσαν τα συνηθισμένα, πήγαν για ύπνο. Αργότερα ο σύζυγος πήγε στην κουζίνα έκανε μερικά σάντουϊτς και βηματίζοντας έτρωγε. Φτάνοντας κοντά στο άγαλμα το κοιτάζει και του προσφέρει ένα. -Μα... του ψέλισε ο γυψωμένος. Καλά-καλά του απαντά, εγώ τρεις φορές που έκανα το άγαλμα στου Μαρίνου, την έβγαλα ξεροσφύρι, ούτε μια καραμέλα οι δικοί σου!

27. ΛΥΚΟΣ
Μετά από πολύν καιρό συναντιούνται δυο φίλοι και λένε τις ιστορίες τους. Αφού τέλειωσαν τα παλιά και μπήκαν στα καινούρια, η κουβέντα ήρθε στις σημερινές τους οικογένειες. -Τί έκανες εσύ ρωτούν ο ένας τον άλλο, έχεις παιδιά, είσαι ευχαριστημένος από τη ζωή σου; -Ναι λέει ο πρώτος. - Εγώ ξένοισα με τα παιδιά μου, βρήκαν και από μια δουλειά, και όλα πάνε καλά. -Εσύ τί κατάφερες στη ζωή σου: -Εγώ απόκτησα έναν λύκο, λέει ο δεύτερος. -Τί εννοείς; Τί τον θέλεις τον λύκο; -Τί κάνει ο λύκος και ξαφνιάστηκες; -Ο λύκος τρώει κατσίκια, πρόβατα και ότι άλλο βρεθεί μπροστά του. -Αυτός είσαι, ακριβώς αυτό μου συμβαίνει. Έχω έναν γιο που σπουδάζει, και από 8οο γιδοπρόβατα που είχα, ως τώρα μου έφαγε τα 500.

28. ΟΝΕΙΡΟ
Ο μιστόκλης βρέθηκε ξαφνικά πρόσωπο με πρόσωπο με τον άγιο Πέτρο. -Λίγος καιρός ακόμα σου μένει, του λέει ο κλειδαράς. -Και που το βλέπεις αυτό; ρωτά ο Μιστόκλης. -Να το καντήλι σου, τρεμοσβήνει. Ανήσυχος ο Μιστόκλης ρωτά τον ταξιθέτη. -Και της γυναίκας μου το καντήλι που είναι; -Πάρα δίπλα, αυτό που καίει ζωηρά. -Και τί σημαίνει αυτό; ξαναρωτά ο Μιστόκλης. Ότι έχει πολύ ζωή ακόμα. Θέλοντας να κερδίσει χρόνο ο Μιστόκλης, πιάνει κουβέντα με τον άγιο. Γυρνά όμως την πλάτη προς το καντήλι της γυναίκας του και βουτώντας το δάχτυλό του στο λάδι, προσπαθεί και μεταφέρει κάμποσο στο δικό του καντήλι. Ξαφνικά, φαπ τρώει ένα χαστούκι. Ξυπνά και βλέπει την γυναίκα του αγριεμένη. -Τί έγινε βρε γυναίκα; την ρωτά. Κι εκείνη. -Θα κάνεις επί τέλους καμιά προκοπή, ή θα παίζεις με το δάχτυλο βουτώντας το μια μπρος μια πίσω.

29. ΙΟΥΔΑΣ
Ο ηγούμενος χαϊδεύει την καλόγρια στα μαλλιά, τα μάγουλα και τα λαιμά. Κατηφορίζοντας φτάνει στα στήθη, τα χουφτώνει με τα δυο χέρια και ρωτά. -Σε ποια περιοχή βρίσκομαι τέκνον μου; -Στα όρη του Σινά μακαριότατε, του απαντά η καλόγρια. Προχωρώντας πιο κάτω φτάνει στον αφαλό. -Κι εδώ που είμαστε τώρα, ξαναρωτά ο ηγούμενος. -Εκεί είναι η μέση του κόσμου του απαντά. Και φτάνοντας στα σκέλια της ξαναρωτά. -Και τώρα που είμαστε; -Εκεί, του απαντά η καλόγρια, είναι η η πύλη της κόλασης, καλό είναι να προσέχεις λίγο, μην γλιστρήσεις και πέσεις μέσα. -Μπα...και την έψαχνα τόσον καιρό απαντά ο ηγούμενος. -Κρίμα λέει η καλόγρια, και γιατί την έψαχνες; -Να. . . έχω μαζί μου μια ζωή τον Ιούδα και θέλω πολύ να τον κλείσω, μια για πάντα στην κόλαση που του ταιριάζει.

30. ΖΑΡΚΑΔΙ
Σε υπερβολές κυνηγών και ψαράδων, κάποτε ένας «δεινός» κυνηγός λέει. -Πριν μερικές μέρες που πήγαμε στο δάσος, διέκρινα κάμποσους φασιανούς, ώσπου να τους δουν οι άλλοι, εγώ μπαμ- μπουν πέτυχα κιόλας τρεις. Λίγο μετά είδα δυο λαγούς να φιλιούνται, χωρίς να χάσω χρόνο, σημάδεψα και τους πέτυχα και τους δυο. Σε λίγο που μπήκαμε βαθύτερα στο δάσος, να μπροστά μου τρία αγριογούρουνα. Με το πρώτο μπαμ πήρα το ένα, με το δεύτερο τραυμάτισα ακόμα ένα, που το πήραν οι άλλοι για δικό τους. Και φεύγοντας πλέον με την πλούσια σοδιά, να μπροστά μου ένα ζαρκάδι. Το σημάδεψα καλά και... Ένας αγανακτισμένος ψαράς, σήκωσε μια καρέκλα πάνω από το κεφάλι του λέγοντας, σε γαμώ το κέρατο, πες ότι το σκότωσες κι αυτό. Μπαμ λέει ο κυνηγός. . . μου ξέφυγε!

Παν Ελλήνιος, κοσμοερευνητής και συγγραφέας. τηλ. επικοιν. 2310 93 97 83
http: panelinios.blogspot.com, http: users.otenet.gr/~elinios/, elinios@otenet.gr,

Σάββατο 2 Αυγούστου 2008

ΑΝΕΚΔΟΤΑ, δέσμη 05η Χ 5

21. ΓΑΤΑ
Μια παιδική συντροφιά έχασε την γάτα της και την α­να­ζη­τούσαν παντού. Όπως έπαιζαν μια μέρα σ’ ένα πάρ­κο με παγκάκια τριγύρω, που κάθονταν θαμώνες, τους έφυγε η μπάλα πίσω από τα καθίσματα. Έτσι χώ­θη­καν κάτω από αυτά για να την πάρουν. Στον απέναντι πάγκο κάθονταν μια κυρία με λίγο περισσότερα κιλά. Είχε τα πόδια της ανοιχτά για να βολευτεί καλύτερα. Όπως κοίταζαν τα παιδιά είδαν ότι μέσα στα σκέλια της είχε κάτι που έμοιαζε με το χρώμα της γάτας τους. Άρχισαν να το ψιθυρίζουν νομίζοντας ότι τους έκλεψε την γάτα. Κάποια στιγμή λέει με βεβαιότητα ένα από τα παιδιά. Αυτή δεν είναι η δική μας γάτα. Πως το κατάλαβες; Τον ρώτησαν. Κι εκεί­νος, η δική μας γάτα έχει το στόμα της πλάγια, όχι κάθετα.

22. ΠΑΡΙΖΙΑΝΑ
Σε μια γωνιά ενός δρόμου μέτριας κυκλοφορίας του Παρισιού, χάζευε ένας καλλίγραμμος Έλληνας. Σταματά μπροστά του ένα Ι.Χ. βγαίνει από το παράθυρο ένα όμορφο κεφάλι και τον ρωτά. Θέλετε να παίξουμε πόκερ; Γιατί όχι απαντά. Μπαίνει στο αυτοκίνητο και σε λίγο βρί­σκο­νται σε κλειστό χώρο. Βασικοί όροι του πόκερ είναι. Ανοίγω, το παιχνίδι. Μέσα, ή πάσο. Σου λέω από την αρχή ότι, όποιος πει πάσο χάνει του λέει η Παριζιάνα. Και αφού αλληλοκοιτάχτηκαν, τον ρωτά. -Πάμε; -Ναι της απα­ντά. -Ανοίγω λέει, τα πόδια της. -Μέσα της απαντά. Και παίχτηκε ο πρώτος γύρος. -Ανοίγω ξαναλέει. -Μέσα της απαντά και παίζεται ο δεύτερος. Έτσι συνεχίστηκε ως τον πέμπτο. Τότε του λέει εκείνη, πως είναι δεινός παίχτης και τον ψαχουλεύει. -Ανοίγω του ξαναλέει. Κι εκείνος. -Πά­σο. -Έχασες του απαντά.
-Όχι λέει εκείνος, είδες τα φύλλα μου.

23. ΠΕΛΑΡΓΟΣ
Σε μια παιδική συντροφιά γίνονταν κουβέντα γύρω από το μεγάλο θέμα, από πού παίρνουν τα μικρότερα μωρά οι γονείς τους. Στην αναφορά ειπώθηκαν φοβερά και τρομερά πράγματα. Εμένα λέει ο πρώτος, με μια υπερ­οπ­τική έκφραση, ο μπαμπάς μου είναι διπλωμάτης και ταξιδεύει σε πολλές χώρες του κόσμου. Από εκεί διαλέγει όποτε θέλει και μας τα στέλνουν. Εμένα λέει ο δεύτερος, χωρίς να εννοεί αυτά που έλεγε, ο μπαμπάς μου είναι έμπορος, κάνει και εισαγωγές από πολλά κράτη. Και ό­πο­τε του χρειάζεται μικρό μωρό, κάνει μια παραγγελία και του το στέλνουν. Ε... εσύ δε μιλάς, ρώτησαν τον τρίτο. Κι εκείνος, κάπως ενοχλημένος, τους λέει απότομα και ξε­κά­θαρα. -Εμένα οι γονείς μου είναι φτωχοί, τα κάνουν μονάχοι τους.

24. ΓΙΑΓΙΑ
Παίρνει τηλέφωνο στο αστυνομικό τμήμα της γειτονιάς της, μια γιαγιά, και διαμαρτύρεται ότι ενοχλείται κάθε μέρα από έναν πασόκο. Κάποτε καταφθάνει το όργανο της τάξης και της ζητά να του περιγράψει το είδος της ενό­χλη­σης. Να του λέει εκείνη, κάθε βράδυ, μόλις βγει το φεγ­γά­ρι, στέκεται σε κείνη τη γωνιά και αυνανίζεται, προ­κα­λώ­ντας όλη τη γειτονιά. Καλά της λέει ο αρχιφύλακας, το ότι ενοχλήστε το καταλαβαίνω, και την αγανάκτησή σας επίσης. Πείτε μου όμως τώρα, τον γνωρίζεται τον άν­θρω­πο; -Όχι, για το θεό, από που να τον γνωρίζω εγώ έναν τέτοιο ενοχλητικό τύπο. -Και τότε πως ξέρετε ότι είναι πασόκος και όχι νεοδημοκράτης; -Καλά. . . χαζός είσαι; του απαντά η γιαγιά, ακόμα εκεί μείνατε; -Ααν ήταν νεο­δη­μο­κρά­της. . . θα μας είχε πηδήξει κιόλα, ως τώρα!

25. ΜΑΡΓΑΡΙΤΑ
Δέκα χρόνια μετά την πασοκική διακυβέρνηση της Ελλάδος, παίρνει τηλέφωνο κάποιος ανώνυμος στο σπίτι του Παπανδρέου. Σηκώνει το ακουστικό η Μαργαρίτα και απαντά.
-Εμπρός, οικία πρωθυπουργού. Και από την άλλη άκρη της γραμμής ακούγεται μια φωνή αγανακτι­σμέ­νη. -Δδε μου λες κυρά μου εσύ έχεις μ... Κλίκ κλείνει το τηλέφωνο. Μετά από κάμποση ώρα ξαναχτυπά το τηλέφωνο. -Εμπρός απαντά η Μαργαρίτα. Και πάλι της γίνεται το ίδιο ερώτημα. Μετά από πολλές επαναλήψεις, ενοχλημένη η Μαργαρίτα το λέει στον Αντρέα. Καλά της λέει αν ξαναχτυπήσει θα το σηκώσω εγώ. Σε λίγο κου­δου­νίζει πάλι το τηλέφωνο. Και ο άγνωστος. -Δε μου λες πρόεδρε, έχει μ...η Μαργαρίτα; -Και βέβαια έχει. Κι εσένα τί σου κόφτει και ρωτάς; -Και τότε ρε συ, του απαντά ο απέναντι, γιατί δεν το πηδάς και την πληρώνουμε εμείς!

Παν Ελλήνιος, κοσμοερευνητής και συγγραφέας. τηλ. επικοιν. 2310 93 97 83
http: panelinios.blogspot.com, http: users.otenet.gr/~elinios/, elinios@otenet.gr,

ΑΝΕΚΔΟΤΑ, δέσμη 04η Χ 5

16. ΑΓΓΟΥΡΙ
Ένα βράδυ σε μια ταβέρνα της Αμερικής συναντήθηκαν τρεις Έλληνες παλιοί φίλοι. Αφού λοιπόν είπαν τα συνηθισμένα, έγινε πρόταση να δοκιμάσουν ποιος θα πει το πιο μεγάλο ψέμα. Λέει ο πρώτος, εμένα ένας θείος μου μας έκανε δώρο έναν ουρανοξίστη. Στην συνέχεια μίλησε ο δεύτερος και τους είπε πως, όταν ήρθαν στην Αμερική έμειναν σε μονοκατοικία. Εκεί ο πατέρας του καλλιέργησε έναν κήπο που έκανε φοβερά κηπευτικά. Ανάμεσά τους ήταν ένα αγ­γού­ρι που δεν χωρούσε πλέον στον κήπο τους και πέ­ρα­σε στου γείτονα. Και μετά στου διπλανού και συνέχιζε να μεγαλώνει. Παίρνοντας τον λόγο ο τρίτος τους λέει, Ε­γώ βρέθηκα μια φορά σε έναν γάμο, με τόσο πολύν κό­σμο που, μόνο για τα φαγητά που μαγείρεψαν έφερα σαράντα καράβια μαύρο πιπέρι. Και απαντά ο δεύτερος, κοίτα φιλαράκο, λιγόστεψε το πιπέρι, γιατί. . . θα μακραίνω κι άλλο το αγγούρι.

17. ΓΙΑΝΝΗΣ
Σε μια φιλική συντροφιά χριστιανών υπήρχε κι ένας μωαμεθανός. Κάθε τόσο βρίσκονταν στο σπίτι κάποιου γιορτάζοντας το όνομά του. Μετά την εφηβεία, ο μω­α­μεθανός τους είπε πως αισθάνονταν άσχημα που δεν γιόρταζε να τους καλεί κι εκείνος στο σπίτι του. Η λύση δόθηκε άμεσα. Του έδωσαν το χρι­σ­τιανικό όνομα Γιάννης και γιόρταζε κι εκείνος. Έτσι άρχισαν οι γιορτές του Γιάννη, που είναι οχτώ φορές το χρόνο, και τον καταξόδιασαν. Ώσπου τέλειωσε την περιουσία του πατέρα του. Και τότε ζήτησε να του δείξουν τον άγιό του. Όπως τον είδε στην εικόνα ξυπόλητο και σκελετωμένο, τον κοίταξε καλά-καλά και κου­νώ­ντας το κεφάλι, του είπε. -Έρε κατακαημένε Αη Γιάννη, κι εσύ στα γλέντια το έριξες, όπως κι εγώ, γι αυτό κατάντησες ξυπόλητος.

18. ΓΡΗΓΟΡΑΔΑ
Κάποτε τρεις φίλοι κουβέντιαζαν για την γρηγορότερη ταχύτητα που υπάρχει μέσα στο σύμπαν. Λέει ο πρώτος πως, το γρη­γο­ρότερο πράγμα που γνωρίζει ο ανθρώ­πι­νος νους, είναι το φως. Αναλογιστείτε πως τρέχει τρια­κό­σιες χιλιάδες χιλιόμετρα το δευτερόλεπτο. Α... όχι λέει ο δεύτερος, η σκέψη είναι πολύ γρηγορότερη. Διότι, ώσπου να ξεκινήσει το φως, η σκέψη ταξιδεύει σε όλο το σύμπαν και ξαναγυρίζει στη θέση της. Δεν καταλάβατε καλά τους απαντά ο τρίτος. Το πιο γρήγορο πράγμα δεν έχει καμιά σχέση ούτε με φως, ούτε με σκοτάδια, ούτε με σκέψη και με πράσινα άλογα. Διότι το πιο γρήγορο πράγμα που το καταλαβαίνει ο άνθρωπος είναι το κόψιμο. Πριν προ­λά­βεις να το συνειδητοποιήσεις, σου γεμίζει το παντελόνι. Γι αυτό ξανασκεφτείτε το πριν προλάβει να σας στείλει.

19. ΛΑΣΤΙΧΟ
Σε μια χαρούμενη συντροφιά μιλούσαν για τις όμορφες, ανάμεσά τους ήταν και ο Παντελάκης, που τους άκουγε. Ο Παντελής μιλούσε μόνο όταν τον ρωτούσαν. Και φυσικά διασκέδαζαν μαζί του. Κάποια στιγμή περ­νάει από δίπλα μια καλλονή. Τα μάτια όλων την ακολούθησαν. Μετά τους πρώτους υπαινιγμούς και υμνολόγια, ρωτάνε τον Παντελή. -Τι θα έκανες αν η κοπέλα σου δινότανε; Απάντηση: -Πρώτα θα τις έλεγα πόσο όμορφη είναι, με όλα τα στολίδια. -Μετά τί θα έκανες; -Θα τη χάιδευα τα χέρια και τα μαλλιά. -Και μετά; -Χμ...θα της έβγαζα χαμογελώντας το φόρεμα.-Και μετά; -Θα της έβγαζα ευγενικά τον στηθόδεσμο.
-Και μετά, τί θα έκανες μετά; -Θα της χάιδευα τα πόδια απαλά και σιγά-σιγά, θα της έβγαζα το βρ-εσώρουχο. -Και μετά; (γρήγορα) -Θα έπαιρνα το λάστιχο να το κάνω σφεντόνα.

20. ΝΑΥΑΓΙΟ
Μέσα στα βαθιά του Ατλαντικού, έγινε ναυάγιο. Λίγοι επιβάτες είχαν σωθεί. Μετά από μεγάλες προσπάθειες βγήκαν πάνω σε ένα νησάκι έξι κοπέλες κι ένας άνδρας. Από την περιοχή δεν περνούν πλοία. Έτσι αποφάσισαν να μοιράζονται ότι φαγώσιμο έβρισκαν, από ζωντανά, φρούτα και χόρτα. Οι κοπέλες μοιράζονταν και τον μοναδικό άντρα που απόμεινε, Μετά από καιρό είδαν ένα πλοιάριο να το παρασέρνουν τα κύματα, ώσπου βούλιαξε. Όμως ένας ναυαγός κολυμπούσε προς το μέρος τους. Όταν έπιασε στεριά και γνωρίστηκαν, άρχισαν να λένε τις περιπέτειές τους. Τελικά λέει ο άνδρας στο νεόφερτο ότι, από τις έξι γυναίκες εξυπηρετούσε κάθε μέρα μια, μόνο την Κυριακή ξεκουράζονταν. Και χαίρεται πολύ για την βοήθεια. Κι εκείνος όλο χαρά. Αχ και η Κυριακή δικιά μου!

Παν Ελλήνιος, κοσμοερευνητής και συγγραφέας. τηλ. επικοιν. 2310 93 97 83
http: panelinios.blogspot.com, http: users.otenet.gr/~elinios/, elinios@otenet.gr,

ΑΝΕΚΔΟΤΑ, δέσμη 03η Χ 5

11. ΚΑΠΝΙΖΕΙΣ
Ένα καπέλο και μια καμπαρτίνα, ακολουθούσαν επίμονα ένα κορίτσι. Σε μια στιγμή ανοίγει το βήμα της η κοπέλα και προσπαθεί να απομακρυνθεί. Το καπέλο και η καμπαρτίνα κάνουν το ίδιο και δεν χάνουν επαφή. Χω­ρίς να το καταλάβει η κοπέλα βρέθηκε σε μια απόμερη περιοχή, και τότε την έπιασε πανικός. Με όσες δυνάμεις της απόμειναν, έβαλε τα δυνατά της να τρέξει, αλλά το καπέλο και η καμπαρτίνα την πρόλαβαν. Και τότε όρμησαν πάνω της και την βίασα. Αμέσως μετά απομακρύνθηκαν κάπως για να πάρουν μιαν ανάσα. Η κοπέλα συμμάζεψε τα ρούχα που της απόμειναν και άναψε τσιγάρο. Με την λάμψη του αναπτήρα όμως, βλέπει το πρόσωπο που την βίασε. Και με έκπληξη του λέει: -Θείε Τάκη εσύ. Κι εκείνος πού επίσης είδε τα χαρακτηριστικά της: -Κάτια! Καπνίζεις;

12. ΚΑΝΤΗΛΑΝΑΦΤΗΣ
Κάποτε ένας καντηλανάφτης βρήκε τρόπο να ξαφρίζει το παγκάρι με μια δική του μέθοδο. Όταν λοιπόν έφευγαν όλοι, πριν κλειδώσει την εκκλησία, στέκονταν μπροστά στην εικόνα της παναγίας που ήταν δίπλα στο παγκάρι, και ρωτούσε: - παναγίτσαμ, να πάρω ένα εικοσάρικο; -Ναι απαντούσε ό ίδιος και το έβαζε στην τσέπη του. Μια, δυο και τρεις, ο παπάς τον πήρε είδηση. Και τότε κρύφτηκε πίσω από μια μεγάλη εικόνα του χριστού που βρίσκονταν πάρα δίπλα και περίμενε. Ο καντηλανάφτης πριν φύγει ξαναρώτησε: -παναγίτσαμ να πάρω ένα πενηντάρικο; -Όχι απαντά ο παπάς, πίσω από την εικόνα του χριστού. Και ο καντηλανάφτης, τον κοιτάζει με όση αυστηρότητα τον διέκρινε λέγοντας, εσύ σκά­σε, τη μάνα σου ρώτησα.

13. ΠΕΘΑΙΝΩ
Μια φορά ήταν ένα ζευγάρι, που πέρασε την ζωή του, από καλά μέχρι ιδιόρρυθμα. Μετά από πολλά χρόνια συμβίωσης, ήξεραν ο καθένας τις πονηριές του άλ­λου και προτιμούσαν να μην πιάνονται κορόι­δο από τον άλλο. Μια μέρα ο σύζυγος που προσπαθούσε να πετύχει την συ­μπό­νια της συντρόφου του, άρχισε να μουγγρίζει, οχ και οχ και πάλιν οχ. -Γυναίκα πήρα το μήνυμα, αυτή την φορά δεν τη γλυτώνω. Αυτό είναι το τελευταίο μου. Φαίνεται καθαρά πια πως θα πεθάνω. Στην αρχή η σύζυγος προσπάθησε να τον καθησυχάσει, δίνοντάς του θάρρος. Μετά όμως που κατάλαβε ότι κάτι θέλει να πετύχει, του λέει ξαφνικά και χωρίς περιστροφές. -Άκουσε να δεις, αν χρειαστεί να πεθάνει ο ένας από τους δυο μας, εγώ θα πάρω τα παιδιά και θα μετακομίσω στην Αθήνα.

14. ΝΗΣΑΚΙ
Σε μια συζήτηση μεταξύ χριστιανών και μωαμεθανών, ποιος ήταν μεγαλύτερος προφήτης, λέγανε διάφορα παράδοξα και απίθανα. Σε μια στιγμή λέει ένας μω­αμ­εθανός, ακούστε το μεγαλύτερο θαύμα του μωάμεθ για να καταλάβετε. Μετά από ένα ναυάγιο, που οι άνθρωποι κόντευαν να πνιγούν όλοι, παρακαλώντας ο καθένας τον θεό του, ο μωάμεθ, στήθηκε μες την θάλασσα και με μια κουράδα έκανε ένα νησί. Έτσι σώθηκαν και οι χριστιανοί του ναυαγίου.
-Και μετά τί απέγιναν; ρωτά ο χριστιανός. Δεν ξέρω απαντά ο μωαμεθανός, αρκεί που δεν πνίγηκαν. -Έστησε ο χριστός το πουλί του σαν γέφυρα και βγήκαν στη στεριά, και μόνο τότε σώθηκαν. Αποκλείεται λέει ο μωα­με­θα­νός, τέτοιο πουλί δεν γίνεται. Και ο χρι­στι­ανός. -Ένας πι­σι­νός σαν του μωάμεθ όμως, μόνο με τέτοιες γέφυρες βολεύεται. Έτσι, από τότε καθιερώθηκε το λεγόμενο «οθωμανικό δίκαιο».


15. ΑΤΑ
Κάποτε ένας ηλικιωμένος κατάλαβε ότι πλησιάζει ο καιρός του, να μεταναστεύσει για τον άλλο κόσμο. Όλη αυτή η συνέπεια του φαίνονταν πολύ ανεπιθύμητη και άχαρη. Γι αυτό και προσπαθούσε να μην το σκέφτεται, αλλά και να κάνει συν­τροφιά με νεότερους ανθρώπους. Ώσπου έ­νι­ω­σε την σκιά και την ανάσα του χάρου να τον ακο­λου­θούν σε κάθε του βήμα. Μια μέρα που πραγματικά αισ­θάν­θηκε μέχρι και το άγγιγμά του, έκανε μερικά γρή­γο­ρα βήματα και μπήκε στην αυλή ενός σχολείου, όπου τα παι­διά έκαναν διάλειμμα. Χώθηκε ανάμεσά τους χωρίς άχνα. Τότε ο χάρος τον πλησίασε φανερά πλέον και του λέει, εσύ τί θέλεις εδώ; Ήρθα να κάνω μαμ, απα­ντά. Καλά του λέει ο χάρος, μόλις τελειώσεις, θα πάμε άτα.

Παν Ελλήνιος, κοσμοερευνητής και συγγραφέας. τηλ. επικοιν. 2310 93 97 83
http: panelinios.blogspot.com, http: users.otenet.gr/~elinios/, elinios@otenet.gr,

Παρασκευή 1 Αυγούστου 2008

ΑΝΕΚΔΟΤΑ, δέσμη 02η Χ 5

6. ΠΑΠΠΟΥΔΕΣ
Κάποτε τρεις μετανάστες, ένας Γερμανός, ένας Άγγλος κι ένας Έλληνας βρέθηκαν στην Αμερική, όπου με τον καιρό έγιναν φίλοι. Συνταξιούχοι πια, προσπαθούσαν να γε­μί­ζουν τον χρόνο τους με κατορθώματα. Η κουβέντα πήγε στους προγόνους τους. Και λέει ο Γερμανός:
- Έ... ρε, εγώ είχα ένα παππού τόσο ψηλό που, όταν σήκωνε το χέρι του έφτανε ως τον πιο ψηλό ουρανοξύστη. - Σιγά το ύψος απαντά ο Άγγλος, ο δικός μου παππούς όταν σήκωνε το χέρι του έπιανε τα σύννεφα. Εσύ δε μιλάς ρωτάνε και οι δυο τους μαζί τον Έλληνα. Κι εκείνος ρωτάει. -Τα...σύννεφα που έπιανε ο παππού σου, ήταν μαλακά; - Ναι απαντά ο Άγγλος με βεβαιότητα, πολύ μαλακά. - Για να καταλάβεις την διαφορά, μόλις που έφτανε να πιάνει τα αμελέτητα του ψηλότερου παππού μου.

7. ΒΑΦΤΙΣΗ
Μια φορά στην επαρχία, ένας παπάς υποψιάστηκε την παπαδιά του, ότι ξενοκοίταζε. Ξεκινά για ταξίδι, αλλά κρύ­βετε. Κάποια στιγμή βλέπει τον εραστή να μπαίνει στο σπίτι. Άφησε να περάσει ο απαιτούμενος χρόνος και εισβάλλει στο σπίτι πιάνοντάς τους επα­υτο­φό­ρω. Φεύγει ο παπάς χωρίς μιλιά. Όταν ξαναγύρισε, η πα­πα­διά έφερε την κουβέντα στην γάτα τους που γέννησε 4 και θα είχανε βαφτίσια. Μετά από επιμο­νές ξεκίνησαν με την παπαδιά. Έπιασε το πρώτο γατί από τα αυτιά και βουτώντας το στον αέρα είπε. -Αυτό το λένε «μ’ είδες για δεν μ’ είδες»! Το δεύτερο ο παπάς το είπε, «σε είδα και δεν μίλησα». Το τρίτο η παπα­διά το είπε «μια φορά ήταν αυτό και δεν το ξανακάνω. Και ο παπάς στο τέταρτο είπε, «τώρα πια που το έμαθες, άλλο δεν το αφήνεις».

8. ΓΛΙΣΤΡΗΜΑ
Όταν οι γυναίκες απόκτησαν ίσα δικαιώματα, και το κεράτωμα γίνονταν πιο φανερά, το δημοτικό συμ­βού­λι­ο πήρε μιαν απόφαση. Για να μην ακούγεται άκομψα, η απιστία την ονόμασαν γλίστρημα. Τον επόμενο χειμώνα έκανε δυνατό κρύο, χιόνισε πο­λύ και όλα τα πεζοδρόμια είχαν παγώσει. Έτσι πολλοί κά­τοικοι έπεφταν κι έσπαζαν χέρια και πό­δια. Ανάμεσά τους και η γυναίκα του Δημάρχου που με­τα­φέρ­θηκε στο νοσοκομείο. Τότε συνήλθε το δημοτικό συμβούλιο να πάρει μέτρα με το κακό που τους βρήκε. Στην συζήτηση ακούστηκαν πολλά δυστυχήματα. Ώσπου την συνάντηση έκλεισε ο πρόεδρος του Δημοτικού Συμβουλίου, λέ­γο­ντας. Το κακό μεγάλωσε πολύ, «ακόμα και η κ. του Δη­μάρ­χου γλίστρησε δυο φορές την περασμένη εβδομάδα.

9. ΕΝΔΥΜΑ
Μετά τον μήνα του μέλιτος, τα πρώτα δέκα, και μετά άλλα είκοσι χρόνια συμβίωσης, τα δυο μέρη ενός ζευ­γα­ρι­ού, έφτασαν σε πλήρη κορεσμό μεταξύ τους. Σιγά-σιγά στο ξάπλωμα βλέπονταν περισσότερο οι πλάτες τους, παρά τα ερωτικά τους κάλλη. Παρακολουθώντας τις διαφημιζόμενες προτροπές, η σύζυγος άρχισε να φέρνεται πιο ελκυστικά, χαδιάρικα, μέχρι και προκλητικά. Ένα βράδυ, αφού προετοίμασε το έδαφος κάλεσε τον σύντροφό της στο κρεβάτι. Όταν εκείνος μπήκε στο δωμάτιο την είδε τελείως γυμνή να του κάνει παιχνιδιάρικες κινήσεις. -Τί. . .συμβαίνει; ρώτησε, γιορτάζουμε κάτι; -Ναι του απαντά εκείνη, γιορτάζουμε τον έρωτα. Και για να στον θυμίσω λίγο καλλίτερα ντύθηκα με το ένδυμά του. Κι εκείνος.
-Μόνο που ξέχασες να το σιδερώσεις!

10. ΓΙΑΤΡΟΣ
Τα χρόνια της ζωής περνούν σαν τα χελιδόνια. Έτσι ανάμεσα σε ένα ζευγάρι που άρχισαν οι πρώτες ενο­χλή­σεις υγείας, εκείνη άρχισε την γκρίνια. Πρέπει να πας στο γιατρό. Από δω και πέρα θα φροντίζεις περισσότερο την υγεία σου. Κάποτε που, κι εκείνος ένιωσε τις ενοχλήσεις πιο έντονες, το πήρε απόφαση. Μια μέρα επισκέφτηκε τον για­τρό τους για μια λεπτομερειακή εξέταση. Μόλις γύρισε άρχισε η ανάκριση. -Τι σου είπε;- Με ρώτησε αν καπνίζω. - Και τι του είπες; -Του είπα ναι. - Και τί σου απάντησε; -Να το κόψω. -Καλά σου είπε. -Τι άλλο; -Με ρώτησε αν πίνω. -Και. . .- Πίνω κανένα ποτηράκι. -Και τί σου απάντησε;-Να το κόψω. -Καλά σου είπε. Άλλο; -Με ρώτησε αν ξαπλώνουμε συχνά . . . -Και συ τι του είπες; ¨-Το πολύ δυο φορές την εβδομάδα. -Και ιί σου απάντησε. -Να τις αραιώσεις μου είπε. Κι εκείνη φουντωμένη, σιγά καλέ, όλα πια τα ξέρουν αυτοί οι γιατροί!

Παν Ελλήνιος, κοσμοερευνητής και συγγραφέας. τηλ. επικοιν. 2310 93 97 83
http: panelinios.blogspot.com, http: users.otenet.gr/~elinios/, elinios@otenet.gr,

Πέμπτη 31 Ιουλίου 2008

ΑΝΕΚΔΟΤΑ, δέσμη 01η Χ 5

1. ΓΥΜΝΙΑ
Μια φορά βρέθηκαν μαζί, μετά από πολύν καιρό, τρεις φίλες. Η κάθε μια τους περιέγραφε όσο πιο παραστατικά μπορούσε τον δικό της άντρα, λέγοντας και τα ακόλουθα: Η πρώτη: Ο δικός μου έγινε παπάς και να δεις πως τρέχουν ξοπίσω του όλοι φιλώντας του το χέρι. Η δεύτε­ρη: Ο δικός μου, τι να σας λέω, έγινε επίσκοπος. Και να δεις μετά από κάθε κήρυγμά του, τον ακολουθούν πιστοί και φίλοι όπου πάει, ρωτώντας του για πράγματα και θαύματα. Κι εγώ καμαρώνω χαμογελώντας. Η τρίτη, που μειδιούσε ακούγοντας τις πρώτες, λέει κάποια στιγμή που ρωτήθηκε: Ο δικός μου κάνει επιδείξεις γυμνισμού. Και να δείτε, βρε παιδιά, κάθε φορά που ξεντύνεται μπροστά στο κοινό του, ακούγεται ένα πονηρό μουρμουρητό, από παντού, «θέ…μου-θέ…μου»!

2. ΚΑΡΔΟΥΛΑ
Κάποτε μια μητέρα, ως συνήθως, προσπαθούσε να κάνει όσο μπορούσε πιο σοφή την μικρή της κόρη. Πάντα έδινε τις πιο κατάλληλες απαντήσεις σε κάθε ερώτηση της μικρής, όσο δύσκολη και αν ήταν Μια μέρα λοιπόν, ρωτά η μικρή Λιζέτα την μητέρα της, φυσικά με πολύ παιδική περιέργεια και αφέλεια, Μαμάκα; η καρδούλα έχει ποδαράκια; Και η μητέρα, όχι παιδί μου η καρδούλα βρίσκεται μέσα στα σπλάχνα μας και φυσικά δεν χρειάζεται ποδαράκια, αφού περπατά με τα δικά μας. Και η Λιζέτα, με μια πραγματική φωνή απορίας, που θα συγκινούσε τον καθένα. - Α . . . παράξενο, και γιατί χθες βράδυ άκουγα μέσα στον ύπνο μου να λέει ο μπαμπάς χαμηλόφωνα, σήκωσε καρδούλα μου το ποδαράκι σου!

3. ΠΑΡΚΟ
Μια μέρα, ένα μεγαλούτσικο ζευγάρι, περιεργάζονταν ένα ζωολογικό πάρκο, με πολλά άγρια. Κάποια στιγμή ρωτά ο παππούς Κλέ­αρ­χος στον φροντιστή. Πες μου σε παρακαλώ, πόσο κρατά στους ελέφαντες η ερωτική συ­νεύ­ρεση; Ε... του απαντά ο φύλακας, γύρω στις δυο ώρες. Και η γιαγιά Κορίνα, άκουσες Κλέαρχε; Και στους λύκους πόσο κρα­τά­ει αυτή η τελετή; ξαναρωτάει ο Κλέαεχος. Αυτοί συ­νου­σιά­ζονται ομαδικά του απαντά, κρατάει ως και μια εβδομάδα, Και η γιαγιά, άκουσες Κλέ­αρ­χε; Και στα ελάφια πόσο κρατάει; ξαναρωτά ο Κλέαρ­χος. Εκεί του απαντά ο φροντιστής είναι μια φορά το χρόνο και κρα­τάει λίγα δευτερόλεπτά. Και ο Κλέαρχος, άκουσες Κορίνα; -Ναι του απαντά εκείνη, όμως εσύ πρόσεξες το μέγεθος σε ποσότητα και το κάλ­λος σε ποιότητα από τα κέρατα;

4. ΘΥΜΙΟΣ
Η μητέρα του μικρού Θύμιου, προσπαθούσε να κόψει μια κακιά συνήθεια του γιου της, που, συνέχεια έβαζε το δάχτυλό στην μύτη του. Μια μέρα περνούσε από δίπλα τους ένας πολύ χοντρός, με πάνω από 150 κιλά. Να, λέει η μητέρα στον Θύμιο. Έτσι θα γίνεις όταν με­γα­λώ­σεις, αν δεν σταματήσεις αυτή την κακιά συνήθεια. Και το τέχνασμα έπιασε τόπο, διότι ο μικρός Θύμιος σταμάτησε να τρυπά συνεχώς την μύτη του. Μετά από καιρό ανέβηκαν μάνα και γιος στο λεωφορείο για να κα­τε­βούν στην αγορά. Εκείνη τη στιγμή ανέβηκε στο λεωφορείο και μια ετοιμόγεννη με την κοιλιά ως την μύτη, όπως λένε. Και ο μικρός Θύμιος που θυμόταν τα δικά του, κρυφογελούσε χί χί χί, απευθυνόμενος στην έγκυο λέγοντας, εγώ ξέρω τι έκανες, κι έγινες τόσο χοντρή.

5. ΥΠΟΔΟΧΗ
Συνήθως παραξενιές υπάρχουν παντού. Για ένα νεο­σύλ­λεκτο μαθεύτηκε ότι κλάνοντας έκανε κάθε μελω­­δία. Τον κάλεσε λοιπόν ο διοικητής του και αφού τον δο­κί­μα­σε, τον βρήκε τέλειο. Του ζήτησε να εκπαιδευτεί σε ένα εμ­βα­τήριο υποδοχής, που θα χρη­σίμευε για μια ειδική περίπτωση. Μετά κάλεσε πολλούς φίλους αξιωματικούς για να τους δείξει το φαινόμενο. Έκρυψε λοιπόν τον Γιάννη πίσω από ένα παραπέτασμα, και αφού έφτασαν οι κα­λε­σμέ­νοι, έδωσε το σύνθημα. Ο Γιάννης άρχισε το εμ­βα­τήριο πορδαλίζοντας, αλλά . . . στα­μά­τη­σε απότομα! - Τί συμβαίνει Γιάννη; Ρωτά ο διοικητής έκπληκτος, γιατί έχανε όλη την παράσταση που ετοίμαζε τόσον καιρό. - Συγνώμη κ. διοικητά, του απαντά ο Γιάννης, που την πάτησε, φαίνεται πως το πήρα πολύ ψηλα και χέστικα.

Παν Ελλήνιος, κοσμοερευνητής και συγγραφέας. τηλ. επικοιν. 2310 93 97 83
http: panelinios.blogspot.com, http: users.otenet.gr/~elinios/, elinios@otenet.gr,