Πέμπτη 21 Αυγούστου 2008

ΑΝΕΚΔΟΤΑ, δέσμη 08η Χ 5

36. ΣΧΙΑΡΕΕΧΣ
Ο βλάχος Μήτρος, πάει για επίσκεψη στην αρραβωνιαστικιά του, άρτια προετοιμασμένος με μια φουστανέλα που του πήρε έξι μέτρα πανί, κι άλλο τόσο για μια δεύτερη. Στο δρόμο του ήρθε η ανάγκη. Έβγαλε το επίσημο βρακί, το κρέμασε σ’ ένα κλαδί και αποπατώθηκε. Μετά συνέχισε το δρόμο του. Όμως ξέχασε, κατά συνήθεια, να ξαναβάλει το βρακί. Όταν έφτασε στην αρραβωνιαστικιά, χαιρετήθηκαν και μπήκαν στο κονάκι. Πίνοντας καφέ, ο Μήτρος σταύρωσε το ένα του πόδι πάνω στο άλλο, και σε μια στιγμή έδειξε από πλάι, νομίζοντας ότι φοράει το φοράει, και ρωτάει, σχ’αρέεεχτς, εκείνη κρυφογελά σκυφτή. Εκείνος συνεχίζει, κι άλλα έξι μέτρα έχω στο κονάκ, για δεύτερο.

37. ΞΥΛΟΘΡΑΥΣΤΗΣ
Στο κέντρο της Αθήνας υπάρχει το άγαλμα του ξυλοθραύστη, που κατά καιρούς δέχτηκε διάφορες ενοχλήσεις. Σε μια από αυτές, δυο κυρίες της «υψηλής» κοινωνίας, έσπασαν τα γενετικά του όργανα, και από τότε μένει ελλειμματικός. Ο Γιάννης που έκανε το διδακτορικό του στην Αγ­γλία, γνώρισε μια Λονδρέζα. Κάποτε έφτασαν μαζί στην Αθήνα όπου ο Γιάννης της εξηγούσε το κάθε αξιοθέατο. -Τί είναι αυτό; ρωτούσε η Λονδρέζα, -Η Ακρόπολη. Με τα λίγα ελληνικά της εκείνη του έλεγε, - Έκουμε κι εμείς. -Τί είναι εκείνο; -Το Ζάπιο. -Έκουμε κι εμείς, και ούτο καθεξείς. Όταν έφτασαν στον ξυλοθραυστη και ρώτησε τί είναι αυτό, της είπε ότι ήταν ο ξυλοθραύστης. -Έκουμε κι εμείς του απαντά η Λονδρέζα, Αγανακτισμένος ο Γιάννης από τα «έκουμε κι εμείς» της λέει, τα παπάρια του έχετε, κοίτα του λείπουνε.

38. ΖΗΤΙΑΝΟΣ
Στην καθημερινή του διαδρομή ο Παντελής συναντούσε έναν ζητιάνο καθισμένο σε μια γωνία με το χέρι τεταμένο. Στην αρχή του έδινε ένα ευρώ. Μετά έκανε οικογένεια, και με το πρώτο παιδί, του έδινε 50 λεπτά, αργότερα ήρθε και το δεύτερο παιδί και δυσκόλεψαν τα πράγματα. Έτσι έδινε στον ζητιάνο είκοσι λεπτά. Όταν όμως εμφανίστηκε και το τρίτο παιδί έκοψε την βοήθεια του ζητιάνου, γιατί δε έβγαινε πλέον. Βλέποντας όμως να περνά από τον ίδιο δρόμο τον ρωτά μια μέρα ο ζητιάνος, τί έγινε ρε φίλε; Γιατί από ένα ευρώ φτάσαμε στο μηδέν; Να του λέει ο Παντελής, η ζωή δυσκόλεψε, τα έξοδα περίσσεψαν και δεν βγαίνω πλέον. Βαρύ βλέπεις το φορτίο της οικογένειας. Καλά ρε κόπανε του λέει ο ζητιάνος, με τα δικά μου χρήματα ήθελες να κάνεις οικογένεια;

39. ΟΚΝΗΡΙΑ
Σε μια συνηθισμένη οικογένεια, ένας πατέρας είχε δυο γιους. Ο ένας ήταν πολύ δραστήριος, πάντα ξύπναγε νωρίς και πήγαινε στη δουλειά του, αλλά και γενικότερα κρατούσε μια συνέπεια στη ζωή του. Ο δεύτερος ήταν οκνηρός, ανεύθυνος και αδιάφορος για τα πάντα. Ενοχλημένος ο πατέρας από τον δεύτερο, του γκρίνιαζε συχνά. Μια μέρα οργισμένος πάει στο κρεβάτι του, τον ξυπνά και του φωνάζει. Ξύπνα επί τέλους βρε ανεπρόκοπε και βάλε τον εαυτό σου σε μια σειρά και τάξη. Κοίτα, ο αδελφός σου ξύπνησε, έφυγε, βρήκε ένα πορτοφόλι με χρήματα, το έφερε στο σπίτι και ξαναέφυγε, κι εσύ άχρηστε, κοιμάσαι του καλού καιρού ακόμα! Και ο οκνηρός. -Σιγά καλέ μπαμπά, τί φωνάζεις, σκέψου πόσο πιο νωρίς ξύπνησε εκείνος που το έχασε.

40. ΟΝΟΜΑΤΑ
Τελευταία, μια λέξη έγινε πρωτοσέλιδο σχεδόν για όλους τους κατοίκους της Ελλάδος, χρησιμοποιείται σε καθημερινή βάση από αγόρια, κορίτσια, άνδρες γυναίκες μικρούς και μεγάλους. Ένας μετανάστης που επέστρεψε στην πατρίδα από την Αμερική, δεν το καταλάβαινε. Κάποτε που μπήκε στο λεωφορείο για να πάει στην αγορά άκουσε μια συντροφιά νέων να κουβεντιάζουν έντονα και να αλληλοεπευφημούνται:
Τρελός είσαι ρε μαλάκα, λέγονται αυτά; Και σε είχα για κολλητό μου ρε μαλάκα. Αφού βρε μαλάκα είσαι ο καλύτερός μου φίλος. Και ακόμα, πάμε σπίτι βρε μαλάκα, θα έρθουν και όλοι οι άλλοι μαλακισμένοι φίλοι. Και άλλα πολλά τέτοια. Κάποια στιγμή λέει ο ξενόφερτος. -Να σας ρωτήσω κάτι παιδιά μου; -Ό,τι θέλεις παππού. -Βρε καλοί μου, τον τελευταίο καιρό όλα τα παιδιά στην Ελλάδα τα βαφτίζουν με το ίδιο όνομα;

Παν Ελλήνιος, κοσμοερευνητής και συγγραφέας. τηλ. επικοιν. 2310 93 97 83
http: panelinios.blogspot.com, http: users.otenet.gr/~elinios/, elinios@otenet.gr,

Δεν υπάρχουν σχόλια: